Ο ιατρός Γεώργιος Κέκος, κατέχει απόλυτη εξειδίκευση στις παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα. Πραγματοποιεί με άψογο τρόπο όλες τις σύγχρονες μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας του θυρεοειδούς, που περιγράφονται στην παρούσα σελίδα. Έχει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση των θυρεοειδικών παθήσεων, εφαρμόζοντας εξατομικευμένα σε κάθε ασθενή την κατάλληλη θεραπεία.
Εμπιστευθείτε το πρόβλημα σας για μια αποτελεσματική και οριστική διευθέτηση με σύγχρονες μεθόδους θεραπείας, σύμφωνα με τις αρχές της χειρουργικής επιστήμης, που βασίζονται σε επιστημονικές αποδείξεις (Evidence Based Surgery). Η υψηλή μας επιστημονική κατάρτιση και η πολύχρονη εμπειρία εγγυώνται την άριστη λύση με ανώδυνο τρόπο και χωρίς ταλαιπωρία.
Ο ιατρός δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς στο ιατρείο του, επί της οδού Κερασούντος, αριθμός 4, στην Αθήνα. Συνεργάζεται με όλες τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και, όταν χρειάζεται, νοσηλεύει τους ασθενείς σε σύγχρονες ιδιωτικές κλινικές που είναι συμβεβλημένες και με το ΕΟΠΥΥ.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνο
2107486937
Εισαγωγή
Μια πλειάδα εξετάσεων διατίθενται για την αξιολόγηση της θυρεοειδικής λειτουργίας. Καμία εξέταση, όμως, από μόνη της δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει με αξιοπιστία την λειτουργική κατάσταση του θυρεοειδούς σε κάθε περίσταση. Τα αποτελέσματα άλλωστε πρέπει να συνεκτιμώνται λαμβάνοντας υπ’ όψη την κλινική εικόνα του ασθενούς.
Απ’ όλες τις εξετάσεις η μέτρηση της TSH είναι η πιο σημαντική δοκιμασία με την οποία αξιολογείται η λειτουργία του θυρεοειδούς. Η αποτίμηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς γίνεται άμεσα με την μέτρηση της ελεύθερης Τ4 (FT4) ή έμμεσα με την μέτρηση της TSH. Είναι γνωστή η σταθερή σχέση της FT4 και της TSH (feedback μηχανισμός). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η λειτουργική ακεραιότητα του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης. Έτσι, αύξηση της TSH και μείωση της FT4 είναι ενδεικτικά για υποθυρεοειδισμό και αντίστροφα. Φαίνεται ότι για κάθε άτομο υπάρχει γενετικά προκαθορισμένη τιμή της FT4. Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή προκαλεί πολλαπλάσιες μεταβολές στην τιμή της TSH, πράγμα που την καθιστά έναν ευαίσθητο πρώιμο δείκτη για την εκτίμηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς.
TSH ορού
Η μέτρηση της TSH του ορού είναι ένας κρίσιμος δείκτης για την αποτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας. Ο μέτρηση της TSH γίνεται με μη ισοτοπικές ανοσομετρικές μεθόδους, οι οποίες έχουν μεγάλη ευαισθησία και υπολογίζουν πολύ μικρές μεταβολές της TSH στο πλάσμα, μέχρι και 0,02 μU/mL. Οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται μεταξύ 0,5 και 2,0 μU/mL.
Η θυρεοειδική λειτουργία αποτιμάται με τις δοκιμασίες ελέγχου της TSH και ανάλογα με την τιμή της οι ασθενείς κατηγοριοποιούνται σε: α) υποθυρεοειδικούς (αυξημένα επίπεδα TSH), β) ευθυρεοειδικούς και γ) υπερθυρεοειδικούς (μειωμένα επίπεδα TSH). Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν απαιτείται μέτρηση των τιμών της Τ3 και Τ4 ή και άλλων μεταβλητών. Η μέτρηση της ελεύθερης Τ4 είναι χρήσιμη στην παρακολούθηση ασθενών οι οποίοι βρίσκονται σε θεραπεία για νόσο Graves, επειδή τα επίπεδα της TSH μπορεί να παραμένουν μειωμένα, παρά την βελτίωση της κλινικής κατάστασης του ασθενούς. Τα επίπεδα της Τ3 στον ορό είναι χρήσιμα για την διάγνωση της Τ3 τοξίκωσης (υψηλή Τ3 και χαμηλή TSH) ή στο σύνδρομο του ευθυρεοειδικού ασθενούς με χαμηλά επίπεδα Τ3 (χαμηλή Τ3 και φυσιολογική ή ελαφρώς αυξημένη TSH).
Τα επίπεδα της TSH ορού αντανακλούν την ικανότητα της πρόσθιας υπόφυσης να ανιχνεύει τα επίπεδα της ελεύθερης T4. Παρατηρείται μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των επιπέδων της ελεύθερης T4 και του λογάριθμου της συγκέντρωσης της ΤSΗ, καθώς μικρές διακυμάνσεις της ελεύθερης T4 οδηγούν σε μεγάλες μεταβολές των επιπέδων της TSH. Έτσι η δοκιμασία μέτρησης της TSH είναι η πιο ευαίσθητη και ειδική εξέταση στην διάγνωση του υπερ- και υποθυρεοειδισμού. Επιπρόσθετα, σε κλινικά ευθυρεοειδικούς ασθενείς μπορεί να έχουμε μείωση των επιπέδων της TSH, γεγονός που αναδεικνύει έναν λανθάνοντα υπερθυρεοειδισμό που δεν έχει γίνει ακόμη κλινικά έκδηλος.
Ολική T4 και ολική Τ3
Τα επίπεδα της ολικής T4 (φ.τ.: 55-150 nmol/L) και της T3 (φ.τ.: 1,5-3,5 nmol/L) συμπεριλαμβάνουν τόσο την ελεύθερη όσο και την δεσμευμένη με πρωτεΐνες ορμόνη. Από τεχνική άποψη, η μέτρηση της στάθμης των συνδεδεμένων με πρωτεΐνη θυρεοειδικών ορμονών είναι ευκολότερη σε σχέση με τις ελεύθερες μορφές. Επίσης, επειδή η Τ4 είναι ισχυρά συνδεδεμένη με πρωτεΐνη είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμη, έτσι η άμεση μέτρηση της ελεύθερης T4 είναι δυσκολότερη.
Τα επίπεδα της ολικής T4 αντανακλούν την παραγωγή από τον θυρεοειδή αδένα, ενώ τα επίπεδα της T3 είναι περισσότερο ενδεικτικά του περιφερικού μεταβολισμού της Τ4 σε Τ3. Η τιμή της T4 ανεβαίνει όχι μόνο σε υπερθυρεοειδικές καταστάσεις, αλλά και στους ασθενείς με αυξημένα επίπεδα θυρεοσφαιρίνης, δευτεροπαθώς στην εγκυμοσύνη, στην χρήση οιστρογόνων/προγεστερόνης και σε συγγενείς νόσους. Παρομοίως, τα επίπεδα της ολικής T4 μειώνονται στον υποθυρεοειδισμό και στους ασθενείς με μειωμένα επίπεδα θυρεοσφαιρίνης λόγω χρήσης αναβολικών στεροειδών και απώλεια πρωτεϊνών, όπως στο νεφρωσικό σύνδρομο. Τα άτομα με τέτοιου είδους διαταραχές είναι ευθυρεοειδικά εφόσον τα επίπεδα της ελεύθερης T4 διατηρούνται σε είναι φυσιολογικά όρια. Ο υπολογισμός της στάθμης της ολικής T3 είναι σημαντική στους υπερθυρεοειδικούς ασθενείς με φυσιολογικά επίπεδα T4, οι οποίοι μπορεί να έχουν θυρεοτοξίκωση Τ3. Τα επίπεδα της ολικής Τ3 αυξάνουν συχνά στον πρώιμο υποθυρεοειδισμό.
Ελεύθερη T4 και Τ3
Η μέτρηση των ελευθέρων ορμονών Τ3 και Τ4 γίνεται με αυτόματους ανοσοαναλυτές και υπολογίζεται με ακρίβεια οι στάθμες των βιολογικά ενεργών θυρεοειδικών ορμονών. Ο λόγος για τον οποίο επιδιώκεται ο υπολογισμός των ελεύθερων μορφών είναι για να ανιχνεύσουμε δυσλειτουργίες του θυρεοειδούς, που οφείλονται σε διαταραχές της σύνδεσης των ορμονών με τις πρωτεΐνες, πράγμα το οποίο είναι αρκετά συχνό. Ορισμένα φάρμακα όπως είναι η φαινυτοΐνη, η καρβαμαζεπίνη, η φουροσεμίδη και η ασπιρίνη ανταγωνίζονται τις θυρεοειδικές ορμόνες στην σύνδεση με τις πρωτεΐνες.
Μία ακριβής αποτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας προϋποθέτει την μέτρηση της τιμής της ελεύθερης Τ4, που διαφέρει από την ολική Τ4. Η ολική Τ4 περιλαμβάνει την ελεύθερη και την δεσμευμένη με πρωτεΐνες Τ4. Η στάθμη της ολικής Τ4 επηρεάζεται από μεταβολές της ορμονικής παραγωγής και των δεσμευτικών πρωτεϊνών.
Η μέτρηση της ελεύθερης Τ4 είναι δύσκολη γι’ αυτό και επιστρατεύονται έμμεσες μέθοδοι. Οι μετρήσεις της ελεύθερης T4 (φ.τ.: 12 έως 28 pmol/L) δεν χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη ως μέσο παρακολούθησης των θυρεοειδικών παθήσεων. Η χρήση αυτών των δοκιμασιών προσεπικαλείται σε περιπτώσεις πρώιμου υπερθυρεοειδισμού στον οποίο τα επίπεδα της ολικής T4 μπορεί να είναι φυσιολογικά αλλά τα επίπεδα της ελεύθερης T4 είναι αυξημένα. Στους ασθενείς με αντίσταση του οργάνου στόχου στην T4 (σύνδρομο Refetoff), τα επίπεδα της Τ4 είναι αυξημένα αλλά τα επίπεδα της TSH συνήθως είναι φυσιολογικά.
Η μέτρηση της ελεύθερης Τ3 (φ.τ.: 3-9 pmol/L) είναι χρήσιμη για την επιβεβαίωση της διάγνωσης του πρώιμου υπερθυρεοειδισμού, στον οποίο τα επίπεδα της ελεύθερης T4 και της ελεύθερης Τ3 αυξάνονται πριν από την ολική T4 και Τ3. Επίσης είναι χρήσιμη στην διάγνωση της Τ3 θυρεοτοξίκωσης.
Εκλυτική της TSH ορμόνη (TRH)
Η αντικειμενική αποτίμηση της εκκριτικής λειτουργίας της υπόφυσης ως προς την ΤSH επιτελείται με την χορήγηση 500 μg TRH ενδοφλεβίως και τον υπολογισμό της στάθμης της ΤSH μετά από 30 και 60 λεπτά. Στο φυσιολογικό άτομο, τα επίπεδα της TSH αυξάνουν το λιγότερο κατά 6 μΙU/mL από την τιμή αναφοράς. Η ανεπάρκεια της υπόφυσης εκδηλώνεται με μειωμένη απάντηση στην TRH, ενώ ασθενείς με πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό παρουσιάζουν μια ενισχυμένη απελευθέρωση TSH από την πρόσθια υπόφυση. Αυτή η δοκιμασία έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για την αναγνώριση των ασθενών με οριακό υπερθυρεοειδισμό, αλλά στις μέρες μας έχει αντικατασταθεί ευρέως από δοκιμασίες πιο ευαίσθητες της ΤSH για αυτόν τον σκοπό.
Θυρεοσφαιρίνη (Tg)
Η θυρεοσφαιρίνη (Tg) φυσιολογικά δεν απελευθερώνεται στην κυκλοφορία σε μεγάλες ποσότητες, αλλά αυξάνει σημαντικά σε παθήσεις που λαμβάνει χώρα καταστροφή του θυρεοειδικού ιστού, όπως είναι η θυρεοειδίτιδα ή καταστάσεις υπερδραστηριότητας όπως στην νόσο Graves και στην τοξική πολυοζώδη βρογχοκήλη.
Τα επίπεδα της Tg στο πλάσμα αντανακλά: α) το σύνολο της θυρεοειδικής μάζας, β) την παρουσία τραύματος ή φλεγμονής στον αδένα, η οποία επιτρέπει την διαφυγή της στο πλάσμα, και γ) τον βαθμό διέγερσης των υποδοχέων της TSH.
Η κύρια κλινική χρήση της Tg είναι ως καρκινικός δείκτης σε ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε ολική θυρεοειδεκτομή για διαφοροποιημένο καρκίνο του θυρεοειδούς. Ο προσδιορισμός της Tg σε όλες τις άλλες μορφές κακοήθων νόσων του θυρεοειδούς δεν έχει καμμιά χρησιμότητα, καθόσον δεν παράγεται από το μυελοειδές και το αναπλαστικό καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Ο υπολογισμός της γίνεται με ανοσομετρικές μεθόδους. Η μέθοδος επηρεάζεται από την παρουσία αυτοαντισωμάτων κατά της Tg (TgAb), τα οποία δίδουν ψευδώς μειωμένες τιμές. Οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται από 1 μέχρι 3 μg/L. Κατά την αξιολόγηση του ασθενούς θα πρέπει να υπολογίζονται και τα επίπεδα της TSH προκειμένου να εκτιμηθεί αν διατελεί σε κατάσταση υποθυρεοειδισμού ή όχι.
Υψηλή τιμή Tg στον ορό είναι ένδειξη για διαφοροποιημένο θυρεοειδικό καρκίνωμα. Η μέθοδος είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ανίχνευση μεταστάσεων σε ασθενείς μετά από θυρεοειδεκτομή. Εάν δεν έχει προηγηθεί θυρεοειδεκτομή δεν μπορεί να θεωρηθεί απόλυτα ειδική μέθοδος, γιατί υψηλές τιμές παρατηρούνται και σε καλοήθη θυρεοειδικά αδενώματα, καθώς και στις περισσότερες περιπτώσεις μη τοξικής βρογχοκήλης. Έτσι η διαγνωστική αξία στους μη χειρουργημένους είναι κάπως περιορισμένη. Αν το άτομο όμως έχει υποβληθεί σε ολική θυρεοειδεκτομή και δεν υπάρχει αδενωματώδης θυρεοειδικός ιστός, τότε κανονικά δεν ανιχνεύεται Tg στην κυκλοφορία.
Καλσιτονίνη
Είναι ένα πολυπεπτίδιο 32 αμινοξέων το οποίο μετράται με ανοσομετρικές τεχνικές με την βοήθεια μονοκλωνικών αντισωμάτων. Η φυσιολογική τιμή είναι μικρότερη από 10 pg/ml στον φυσιολογικό πληθυσμό, όπως και σε αρρώστους με θυρεοειδικές παθήσεις. Μόνο στο μυελοειδές καρκίνωμα (MTC) είναι αυξημένη. Έτσι αποτελεί καρκινικό δείκτη για το MTC τόσο για την διάγνωση όσο και για την μετεγχειρητική παρακολούθηση μετά από θυρεοειδεκτομή. Σε αμφίβολες περιπτώσεις μπορεί να γίνους και δυναμικές δοκιμασίες. Πολλές φορες μυελοειδή καρκινώματα στην αρχή τους μπορεί να έχουν φυσιολογική την βασική τιμή καλσιτονίνης, αλλά παρουσιάουν μεγάλη αύξηση μετά την χορήγηση ασβεστίου ή πενταγαστρίνης. Έτσι οι προσδιορισμοί της καλσιτονίνης αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη ευαισθησία. Επειδή το μυελοειδές καρκίνωμα είναι συχνά οικογενές, πρέπει η καλσιτονίνη ορού να μετριέται και στους συγγενείς των ασθενών, για να ανιχνεύονται τα νεοπλάσματα αυτά σε προκλινική φάση, τότε που είναι ιάσιμα.
Πρόσληψη ραδιενεργού ιωδίου
Ο υπολογισμός του ρυθμού πρόσληψης του ραδιενεργού ιωδίου είναι μια δοκιμασία, η οποία δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Η δοκιμασία αυτή που γινόταν συχνά στο παρελθόν περιελάμβανε την από του στόματος λήψη ραδιενεργού ιωδίου-123 και την μέτρηση των αποτελεσμάτων της απορρόφησης με την χρήση σπινθηρογραφικής συσκευής. Οι φυσιολογικές τιμές περιλαμβάνουν την πρόσληψη 15 έως 30% του ραδιοφαρμάκου μετά από 24 ώρες. Η χρήση του ραδιενεργού ιωδίου-123 είναι προτιμότερη λόγω του μικρότερου χρόνου ημίσειας ζωής και της λιγότερης έκθεσης ακτινοβολίας συγκρινόμενο με το ραδιενεργού ιωδίου-131 που χρησιμοποιείται για την κατάλυση των ραδιοευαίσθητων νεοπλασμάτων του θυρεοειδούς.
Θυρεοειδικά αυτοαντισώματα
Οι σύγχρονες τεχνολογικές κατακτήσεις παρείχαν την δυνατότητα να απομονωθούν και να μετρηθούν ειδικά αυτοαντισώματα, τα οποία σχετίζονται με αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς, όπως είναι η νόσος Graves και η θυρεοειδίτιδα Hashimoto.
Στα θυρεοειδικά αυτοαντισώματα περιλαμβάνονται: α) η αντιθυρεοσφαιρίνη (anti-Tg), β) η αντιθυρεοειδική υπεροξειδάση (antiΤΡO), γ) τα αντισώματα κατά των υποδοχέων της TSH (TRAb), δ) τα αντισώματα κατά της TSH (TSΗAb), ε) τα αντισώματα της δέσμευσης των υποδοχέων της ΤSΗ (TBAb) και στ) τα αντισώματα κατά της διέγερσης της αύξησης του θυρεοειδούς (TGI)
Από τα προαναφερόμενα αυτοαντισώματα αυτή που έχει την μεγαλύτερη κλινική χρήση είναι η θυρεοειδική υπεροξειδάση (antiTPO), γιατί αποτελεί την περισσότερο ευαίσθητη δοκιμασία για την ανίχνευση αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς και ειδικότερα για την πάθηση του Hashimoto (80%). Τα επίπεδα μπορεί επίσης να αυξηθούν σε ασθενείς με νόσο Graves, με πολυοζώδη βρογχοκήλη και περιστασιακά με νεοπλάσματα του θυρεοειδούς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ένα ποσοστό 12% του πληθυσμού μπορεί να έχει αυξημένα τα antiTPO χωρίς να έχει θυρεοειδική πάθηση.
Άλλο σημαντικό αυτοαντίσωμα αποτελεί αυτό κατά της θυρεοσφαιρίνης (TgAb). Απαντάται σε ποσοστό 3% – 10% στον γενικό πληθυσμό, όμως είναι μεγαλύτερο (20%) σε ασθενείς με διαφοροποιημένο καρκίνο θυρεοειδούς. Η ανίχνευσή του είναι ευθέως ανάλογη με την ποσότητα της θυρεοσφαιρίνης που κυκλοφορεί στο αίμα σε καρκίνο του θυρεοειδούς. Δεν χρησιμεύει στην ανίχνευση αυτοάνοσων παθήσεων του θυρεοειδούς.
Να επισημανθεί ότι τα επίπεδα των anti-Tg και antiTPO αντισωμάτων δεν αξιολογούν την λειτουργικότητα του θυρεοειδούς, αντίθετα, δείχνουν την υποκείμενη διαταραχή, συνήθως μια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα.