Ο ιατρός Γεώργιος Κέκος, κατέχει απόλυτη εξειδίκευση στις παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα. Πραγματοποιεί με άψογο τρόπο όλες τις σύγχρονες μεθόδους διάγνωσης και θεραπείας του θυρεοειδούς, που περιγράφονται στην παρούσα σελίδα. Έχει μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση των θυρεοειδικών παθήσεων, εφαρμόζοντας εξατομικευμένα σε κάθε ασθενή την κατάλληλη θεραπεία.
Εμπιστευθείτε το πρόβλημα σας για μια αποτελεσματική και οριστική διευθέτηση με σύγχρονες μεθόδους θεραπείας, σύμφωνα με τις αρχές της χειρουργικής επιστήμης, που βασίζονται σε επιστημονικές αποδείξεις (Evidence Based Surgery). Η υψηλή μας επιστημονική κατάρτιση και η πολύχρονη εμπειρία εγγυώνται την άριστη λύση με ανώδυνο τρόπο και χωρίς ταλαιπωρία.
Ο ιατρός δέχεται και εξετάζει τους ασθενείς στο ιατρείο του, επί της οδού Κερασούντος, αριθμός 4, στην Αθήνα. Συνεργάζεται με όλες τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και, όταν χρειάζεται, νοσηλεύει τους ασθενείς σε σύγχρονες ιδιωτικές κλινικές που είναι συμβεβλημένες και με το ΕΟΠΥΥ.
Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνο
2107486937
Σπινθηρογράφημα (Scanning)
Το σπινθηρογράφημα με την χρήση ραδιονουκλεοτιδίων υπήρξε σημαντική πρόοδος για την λειτουργική αξιολόγηση του θυρεοειδούς. Το σπινθηρογράφημα αποτελεί την μοναδική απεικονιστική εξέταση που αναδεικνύει τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του θυρεοειδικού ιστού. Τα ραδιενεργά ισότοπα που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι: το ιώδιο-123, το ιώδιο-131 και το τεχνήτιο-99m.
Σχετικά με το ισότοπο που προσφέρεται περισσότερο, στην Ελλάδα χρησιμοποιείται το ιώδιο -131. Αυτό έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 8 ημέρες και μπορεί να αποθηκευθεί στο εργαστήριο. Έχει το μειονέκτημα ότι ακτινοβολεί πολύ τον άρρωστο και γι’ αυτό διεθνώς τείνει να εγκαταλειφθεί. Αλλαχού χρησιμοποιείται το ραδιενεργό ιώδιο-123. Αυτό έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 13 ώρες και ακτινοβολεί λίγο τον ασθενή, αλλά για την παραγωγή του απαιτείται να υπάρχει κυκλοτρόνιο στον τόπο της εφαρμογής του, και γι’ αυτό δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Το ραδιενεργό τεχνήτιο-99m έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 6 ώρες. Προσλαμβάνεται από το θυρεοειδή, όπως το ιώδιο, αλλά δεν συνδέεται οργανικά. Χρησιμοποιείται για το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδή και όχι για άλλες εξετάσεις.
Το ραδιενεργό ιώδιο καθηλώνεται και οργανώνεται στον θυρεοειδή αδένα και έτσι δίνει καλύτερες λειτουργικές εικόνες. Εκπέμπει ακτίνες χ και γ και σωματίδια β. Τέσσερις (4) ώρες μετά την χορήγηση από το στόμα υπάρχει επαρκές ισότοπο στον θυρεοειδή για την απεικόνισή του. Η λήψη σπινθηρογραφικών εικόνων 24 ώρες μετά μπορεί να υπολογίσει την 24ωρη πρόσληψη του ραδιενεργού ιωδίου από τον θυρεοειδή. Το Scanning με το ραδιενεργό ιώδιο-123 έχει σαν πλεονέκτημα έκθεση σε χαμηλή δόση ακτινοβολίας (30 mrad) και μικρό χρόνο ημίσειας ζωής (12 έως 14 ώρες), ενώ το Scanning με το ραδιενεργό ιώδιο-131 έχει έκθεση σε μεγαλύτερη δόση ακτινοβολίας (500 mrad) και μεγαλύτερο χρόνο ημίσειας ζωής (8 έως 10 ημέρες). Το Scanning με ραδιενεργό ιώδιο-123 χρησιμοποιείται για ασθενείς με ύποπτο θυρεογλωσσικό πόρο ή οπισθοστερνική βρογχοκήλη, ενώ το ραδιενεργό ιώδιο-131 χρησιμοποιείται σε ασθενείς με καλά διαφοροποιημένο θυρεοειδικό καρκίνο και με μεταστατική νόσο. Το ραδιενεργό ιώδιο-131 εκπέμπει περισσότερη β ακτινοβολία και επειδή προσλαμβάνεται εκλεκτικά από τον αδένα χρησιμοποιείται κυρίως στην θεραπεία για την υποτροπή του καλά διαφοροποιημένου καρκίνου του θυρεοειδούς, αλλά σε μεγαλύτερη δόση.
Οι απεικονίσεις παρέχουν πληροφορίες όχι μόνο για το μέγεθος και το σχήμα του αδένα, αλλά και για την κατανομή της λειτουργικής δραστηριότητας. Οι περιοχές που δεσμεύουν λιγότερη ραδιενέργεια από την περιοχή του αδένα που τις περιβάλλει ονομάζονται «ψυχρές», ενώ οι περιοχές που παρουσιάζουν αυξημένη δραστηριότητα ονομάζονται «χλιαρές» και «θερμές». Κακοήθεια απαντάται στο 15% έως 20% των ψυχρών όζων και 5% έως 9% των χλιαρών ή των θερμών όζων παραπέμποντας έτσι σε συνεχή επιθετική προσέγγιση των ύποπτων κλινικών όζων ακόμη και αν αυτοί δεν είναι ψυχροί. Ωστόσο, οι θυρεοειδικοί καρκίνοι παρουσιάζουν μικρή πρόσληψη ραδιοφαρμάκου και η «φτωχή» αυτή περιοχή του Scanning μπορεί να καλυφθεί από επικείμενο φυσιολογικό θυρεοειδικό ιστό.
Εκτός από το χαρακτηρισμό των όζων ως ψυχροί και θερμοί, το σπινθηρογράφημα χρησιμοποιείται και για την ανίχνευση έκτοπου θυρεοειδικού ιστού. Μπορεί να ανακαλυφθεί μια μεγάλη καταδυόμενη βρογχοκήλη, ένας έκτοπος υπογλώσσιος θυρεοειδής αδένας ή μια μετάσταση από ένα καλά διαφοροποιημένο θυρεοειδικό καρκίνωμα. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί πως συμβαίνει και μια μεταστατική εστία θυρεοειδικού καρκινώματος να φαίνεται σαν θερμή περιοχή, ενώ το ίδιο το καρκίνωμα μέσα στο θυρεοειδή φαίνεται πάντα σαν ψυχρή περιοχή. Η απάντηση είναι ότι οι έννοιες θερμός και ψυχρός είναι σχετικές, συγκριτικά με τους γύρω ιστούς. Ο φυσιολογικός θυρεοειδικός ιστός προσλαμβάνει πάντα περισσότερο ιώδιο από το καρκίνωμα, κι έτσι αυτό απεικονίζεται σαν ψυχρός όζος. Η μετάσταση όμως δεν περιβάλλεται από υγιή θυρεοειδικό ιστό, αλλά από πνευμονικό ή οστίτη ιστό, που δεν προσλαμβάνει καθόλου ιώδιο. Κι έτσι και λίγο να προσλαμβάνει η μετάσταση φαίνεται σαν θερμή περιοχή συγκριτικά με τους γύρω ιστούς.
Το 99mTC (εμπλουτισμένο τεχνήτιο) είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σπινθηρογραφικό μέσο για την απεικόνιση του θυρεοειδούς. Προσλαμβάνεται ενεργητικά από τα κύτταρα του θυρεοειδούς αδένα με διαδικασία όμοια με εκείνη του ιωδίου, αλλά δεν οργανώνεται και ούτε αποθηκεύεται. Το ισότοπο εκπέμπει γ ακτινοβολία, αλλά πολύ μικρότερη ποσότητα από τις υπόλοιπες. Έχει το πλεονέκτημα της βραχύτερης ημιζωής και ελαχιστοποιεί την έκθεση στην ακτινοβολία. Απορροφάται ταχύτατα από τον θυρεοειδή και η εξέταση μπορεί να ολοκληρωθεί σε μία ώρα. Φυσιολογική θεωρείται η εξέταση, όταν το ισότοπο κατανέμεται ομοιογενώς και στους δύο λοβούς. Οι όζοι με αυξημένη συγκέντρωση του ισοτόπου χαρακτηρίζονται ως θερμοί, ενώ οι όζοι με αδυναμία πρόσληψης χαρακτηρίζονται ως ψυχροί. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις λεμφαδενικές μεταστάσεις και μας δείχνει επίσης την πρόσληψη από τους σιελογόνους αδένες και τις μεγάλες αγγειακές δομές. Το τεχνήτιο είναι λιγότερο αποτελεσματικό στον έλεγχο για έκτοπο θυρεοειδικό ιστό. Σπανίως, ένα καρκίνωμα του θυρεοειδούς που φαίνεται σαν ψυχρός όζος με το ραδιενεργό ιώδιο-131, μπορεί να φαίνεται σαν θερμός με το τεχνήτιο. Αυτό πρέπει κανείς να το έχει υπόψη και να μην αποκλείει την κακοήθεια σε θυρεοειδικούς όζους που φαίνονται θερμοί με το τεχνήτιο, εκτός κι αν πρόκειται για τοξικό αδένωμα.
Πιο πρόσφατα, έχει χρησιμοποιηθεί η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων με 18F-fluorodeoxyglucose (FDG ΡΕΤ) για την εντόπιση μεταστάσεων στους ασθενείς με καρκίνο του θυρεοειδούς, στους οποίους οι υπόλοιπες απεικονιστικές μελέτες ήταν αρνητικές. Η ευαισθησία της μεθόδου στην διάγνωση του καρκίνου θυρεοειδούς φθάνει το 60% – 70%, ενώ τα ψευδώς θετικά είναι πολύ σπάνια. Η χρήση του ΡΕΤ για άλλες παθήσεις μπορεί να αποκαλύψει τυχαίο εύρημα στον θυρεοειδή. Αυτό σε ποσοστό 25% μπορεί να είναι καρκίνος αλλά με παράλληλη μέτρηση του συντελεστή σταθερής πρόσληψης.
Υπερηχογράφημα
Από την πληθώρα των απεικονιστικών μεθόδων οι οποίες χρησιμοποιούνται στην διερεύνηση των παθήσεων του θυρεοειδούς, το υπερηχογράφημα κατέχει την πρωτοκαθεδρία και αποτελεί την εξέταση πρώτης επιλογής. Για την πραγματοποίηση του υπερηχογραφήματος στον θυρεοειδή απαιτείται μικρή κεφαλή υψηλής συχνότητας 7,5 με 10 mHz. Η μέθοδος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις δεξιότητες και την εμπειρία του απεικονιστή ιατρού.
Ο υπέρηχος είναι μια θαυμάσια, μη επεμβατική και καλά ανεκτή δοκιμασία για την μελέτη του θυρεοειδούς αδένα και επιπρόσθετα πλεονεκτεί γιατί δεν εκθέτει τον ασθενή σε ιοντίζουσα ακτινοβολία. Αν και ο υπέρηχος λίγες προσθέτει λίγες μόνο πληροφορίες για την διαφορική διάγνωση ενός διάχυτα διογκωμένου θυρεοειδούς αδένα, είναι αδιαμφισβήτητα η πιο σημαντική εξέταση για την μελέτη των θυρεοειδικών όζων. Υπολογίζει με ακρίβεια το μέγεθος, τον αριθμό και την κατανομή των όζων. Τους ανακαλύπτει σε πολύ μικρό μέγεθος, σε υποκλινική μορφή και πολύ συχνά αποτελεί τυχαίο εύρημα (67%). Κριτήρια για την υπερηχοτομογραφική αξιολόγηση των όζων αποτελούν η ηχογένεια, η ασαφοποίηση του περιγράμματος, η αυξημένη αγγείωση και οι αποτιτανώσεις. Είναι σε θέση να διακρίνει με εξαιρετική αξιοπιστία τους συμπαγείς από τους κυστικούς και τους μικτούς.
Αποτελεί πολύτιμο εργαλείο τόσο στην προεγχειρητική εκτίμηση και σταδιοποίηση όσο και στην μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών, ιδιαίτερα για την ανίχνευση των μεταστατικών λεμφαδένων και της τοπικής υποτροπής του νεοπλάσματος στην κοίτη του αδένα. Με τον υπέρηχο γίνεται στοχευμένη λήψη κυτταρολογικού υλικού με αναρρόφηση με λεπτή βελόνη (FNA) από τους όζους. Ωστόσο, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην απεικόνιση του θυρεοειδικού ιστού εκτός του τραχήλου (π.χ. να εκτιμήσει την οπισθοστερνική βρογχοκήλη).
Υπολογιστική και μαγνητική τομογραφία (CT, MRI)
Οι εξετάσεις αυτές παρέχουν εξαίσια απεικόνιση του θυρεοειδούς αδένα, των λεμφαδένων και των παρακείμενων ανατομικών δομών. Ωστόσο δεν θεωρούνται ειδικές εξετάσεις για τον θυρεοειδή. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην εκτίμηση της επέκτασης μεγάλων, καθηλωμένων ή καταδυομένων οπισθοστερνικών βρογχοκηλών και της σχέσης τους με τους αεραγωγούς και τα αγγεία. Οι σαρώσεις με CT χωρίς σκιαγραφικό διενεργούνται στους ασθενείς, στους οποίους θα απαιτηθεί στην συνέχεια θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Παρακέντηση με λεπτή βελόνη (FNAB)
Η FNAΒ συνιστά μία διαδικασία επιβεβαίωσης της διάγνωσης σε ένα ή περισσότερους ύποπτους για κακοήθεια θυρεοειδικούς όζους. Με μία πολύ λεπτή βελόνη ο ειδικός ιατρός αναρροφά υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, ένα μικρό δείγμα υγρού/κυττάρων από τον προς εξέταση όζο. Το υλικό αυτό εξετάζεται στο μικροσκόπιο, για να διαπιστωθεί αν εμφανίζει καρκινικά ή προκαρκινικά κύτταρα. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι η FNAΒ μπορεί να επιβεβαιώσει την ύπαρξη καρκινικών ή προκαρκινικών κυττάρων αλλά δεν μπορεί να αποκλείσει με απόλυτη βεβαιότητα την ύπαρξή τους. Αυτό σημαίνει ότι αν το αποτέλεσμα της εξέτασης είναι αρνητικό για κακοήθεια, ο ειδικός ιατρός οφείλει παραταύτα να συνεκτιμήσει την συνολική εικόνα και επί ισχυρής υποψίας για νεόπλασμα μπορεί να συστήσει και χειρουργική θεραπεία.