Η χοληδόχος κύστη είναι ένα απιοειδές μόρφωμα, το οποίο παριστάνει μια διεύρυνση του χοληφόρου δένδρου. Βρίσκεται σε μια αύλακα στην κάτω επιφάνεια του ήπατος, στα όρια μεταξύ του δεξιού και του αριστερού λοβού. Έχει μήκος 8-10 εκατοστά και πλάτος 3 εκατοστά. Η χωρητικότητά της κυμαίνεται μεταξύ 30-50 ml, αλλά, λόγω της αφθονίας των ελαστικών ινών στο τοίχωμά της, μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 200 ml, σε περίπτωση απόφραξης του κυστικού ή του χοληδόχου πόρου.
Περιγράφοντας τη χοληδόχο κύστη, διακρίνουμε τρία ξεχωριστά μέρη: τον πυθμένα, το σώμα και τον αυχένα. Ο πυθμένας περιβάλλεται πλήρως από περιτόναιο, προβάλλει 1-3 εκατοστά από την πρόσθια επιφάνεια του ήπατος και εξωτερικά αντιστοιχεί στο σημείο όπου ενώνονται η 9η πλευρά δεξιά με το έξω χείλος του ορθού κοιλιακού μυός. Το σώμα της χοληδόχου κύστης, προτού σχηματίσει τον αυχένα και μεταπέσει στον κυστικό πόρο, παρουσιάζει μια διάταση που λέγεται θύλακας του Hartmann, όπου συνήθως ενσφηνώνονται οι χολόλιθοι. Ο αυχένας αποτελεί το μέρος εκείνο που δεν εφάπτεται με την ηπατική επιφάνεια. Παρουσιάζει δύο καμπές και λαμβάνει σχήμα S, δηλαδή σαν σιφώνιο. Ο αυχένας της χοληδόχου κύστης μειώνεται προοδευτικά σε εύρος και καταλήγει στο κυστικό πόρο, ο οποίος ενώνεται με το χοληδόχο πόρο.
Η ελεύθερη επιφάνεια της χοληδόχου κύστης καλύπτεται από περιτόναιο, ενώ η ηπατική επιφάνεια είναι προσκολλημένη με χαλαρό συνδετικό ιστό στο ήπαρ. Καθώς ο αυχένας απομακρύνεται από το ήπαρ πλησιάζοντας το χοληδόχο πόρο, στο μεγαλύτερο τμήμα του καλύπτεται από περιτόναιο.
Η χοληδόχος κύστη βρίσκεται σε άμεση επαφή με το εγκάρσιο κόλο και την πρώτη μοίρα του δωδεκαδακτύλου, γι’ αυτό, η ανάπτυξη συριγγίου με τα όργανα αυτά είναι ένα σχετικά συχνό φαινόμενο σε επιπλεχθείσα λιθιασική χολοκυστίτιδα.
Η χοληδόχος κύστη αγγειώνεται από τη κυστική αρτηρία, η οποία στη πλειονότητα των περιπτώσεων αποτελεί κλάδο της δεξιάς ηπατικής αρτηρίας. Τυπικά η θέση της έκφυσης βρίσκεται μέσα στο τρίγωνο του Calot και μετά ακολουθεί εγκάρσια πορεία προς τα δεξιά. Λίγο πριν από την χοληδόχο κύστη η κυστική αρτηρία διχάζεται σ’ ένα πρόσθιο και έναν οπίσθιο κλάδο.
Η φλεβική αποχέτευση του αίματος από τη χοληδόχο κύστη γίνεται κυρίως με μικρές φλέβες, οι οποίες εισέρχονται κατευθείαν στο ήπαρ διά της κοίτης προς τις ηπατικές φλέβες. Μερικές φορές σχηματίζονται μία ή δύο κυστικές φλέβες που εκβάλλουν στο δεξιό κλάδο της πυλαίας φλέβας.
Οι συγγενείς ανωμαλίες και οι ανατομικές παραλλαγές της χοληδόχου κύστης τις περισσότερες φορές είναι χωρίς πρακτικό ενδιαφέρον. Είναι δυνατό στο ίδιο άτομο να υπάρχουν περισσότερες από μία χοληδόχοι κύστεις, με κοινό ή ξεχωριστό κυστικό πόρο. Εάν οι δύο κύστεις αποχετεύονται με έναν κυστικό πόρο τότε κάνουμε λόγο για δίλοβο χοληδόχο κύστη ενώ εάν αποχετεύονται με δύο ξεχωριστούς πόρους, τότε έχουμε τη διπλή χοληδόχο κύστη. Απεναντίας, έχουν βρεθεί και περιπτώσεις με υποπλαστική τη χοληδόχο κύστη ή ακόμα και απούσα (αγενεσία). Τότε συχνά συνυπάρχει και ατρησία κάποιου χοληφόρου πόρου. Χρειάζεται όμως προσοχή στις περιπτώσεις αυτές για να μη διαλάθει μια ενδοηπατική χοληδόχος κύστη. Η χοληδόχος κύστη μπορεί να περιέχει στο εσωτερικό της διαφράγματα, τα οποία την καθιστούν δίχωρη ή πολύχωρη. Σε ποσοστό 1% των περιπτώσεων, απαντάται ενδοηπατική χοληδόχος κύστη, η οποία προκαλεί προβλήματα κατά τη χολοκυστεκτομή, ενώ σε περιπτώσεις φλεγμονών συγχέεται με το ενδοηπατικό απόστημα. Η χοληδόχος κύστη μπορεί να βρίσκεται ακόμη και στην αριστερή επιφάνεια του ήπατος, προκαλώντας έτσι διαγνωστικά προβλήματα.
Κυστικός πόρος. Ο κυστικός πόρος αποτελεί τον εκφορητικό πόρο της χοληδόχου κύστης, ο οποίος ενώνεται με τον κοινό ηπατικό πόρο και σχηματίζουν τον χοληδόχο πόρο. Το σύνηθες μήκος του είναι 3-4 εκατοστά, αλλά μπορεί να είναι μακρύς μέχρι και 8 εκατοστά ή ακόμα και βραχύτερος από 1 εκατοστό. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να λείπει εντελώς ο κυστικός πόρος και η χοληδόχος κύστη να καταλήγει απευθείας στο χοληδόχο πόρο. Όταν συμβαίνει αυτό, η χοληδόχος κύστη συνδέεται, απευθείας και με ευρύτατο στόμιο, με το χοληδόχο πόρο, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό κατά τη χολοκυστεκτομή.
Η εξωτερική όψη του τοιχώματος του κυστικού πόρου είναι ανώμαλη και υβώδης. Η εσωτερική του επιφάνεια, δηλαδή ο βλεννογόνος, εμφανίζει πτυχές (5-10), οι οποίες φέρονται ελικοειδώς και το σύνολό τους σχηματίζει τη σπειροειδή βαλβίδα του Heister. Η βαλβίδα αυτή έχει σκοπό να διατηρεί τον αυλό ανοικτό, παρά να εμποδίζει τη διέλευση της χολής προς κάποια κατεύθυνση. Επίσης, εμποδίζει τη διάταση του πόρου όταν υπάρχει εμπόδιο στο χοληδόχο πόρο και αυξάνεται η ενδοαυλική πίεση. Η βαλβίδα του Heister καθιστά συνήθως προβληματικό τον διεγχειρητικό καθετηριασμό του κυστικού πόρου από τη χοληδόχο κύστη με διάφορους καθετήρες.
Μεγάλο χειρουργικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το ανατομικό ηπατοκυστικό τρίγωνο του Calot. Αυτό αφορίζεται από την κάτω επιφάνεια του ήπατος, τον κοινό ηπατικό πόρο και τον κυστικό πόρο. Η περιοχή αυτή χρήζει ιδιαίτερης προσοχής κατά τη χολοκυστεκτομή, γιατί μέσα από αυτήν πορεύεται η κυστική αρτηρία που εκφύεται από τη δεξιά ηπατική αρτηρία. Στο βάθος του τριγώνου πορεύεται ο δεξιός κλάδος της πυλαίας φλέβας, ενώ στην περιοχή της συμβολής του κυστικού με τον κοινό ηπατικό πόρο ανευρίσκεται ένα γάγγλιο (Mascagni), το οποίο είναι διογκωμένο ακόμα και σε παρελθούσες φλεγμονές. Μέσα από το τρίγωνο αυτό διέρχονται επίσης οι παραπληρωματικοί ή επικουρικοί χοληφόροι πόροι, οι οποίοι εκβάλλουν ανώμαλα στην κύρια χοληφόρο οδό καθώς επίσης και έκτοπα, αγγειακά στελέχη που εκφύονται από την άνω μεσεντέριο αρτηρία και οδεύουν προς το ήπαρ.