2107486937 | Κερασούντος 4, Αθήνα [email protected]

Παραγωγή και έκκριση της χολής

Το υγρό της χολής

Η χολή είναι ένα υγρό το οποίο παράγεται από το ήπαρ και περιέχει μεγάλα ποσά χολικών αλάτων, χοληστερόλης και άλλων οργανικών συστατικών. Αυτή εκκρίνεται προς τα χοληφόρα τριχοειδή που βρίσκονται ανάμεσα στα ηπατοκύτταρα. Από τα χοληφόρα τριχοειδή η χολή μέσω των χοληφόρων πόρων μεταφέρεται κατευθείαν προς το δωδεκαδάκτυλο δια του χοληδόχου πόρου είτε εκτρέπεται δια του κυστικού πόρουπρος τη χοληδόχο κύστη. 

Ένας ενήλικας παράγει κατά μέσο όρο 500 με 1500 ml χολής την ημέρα.

Παραγωγή της χολής στο ήπαρ

Κατά την πορεία της χολής μέσα στους χοληφόρους πόρους, στο αρχικό έκκριμα προστίθεται και μια δευτερεύουσα έκκριση. Η επιπρόσθετη αυτή έκκριση αποτελείται από υδατικό διάλυμα ιόντων νατρίου και διττανθρακικών ιόντων που εκκρίνονται από τα επιθηλιακά κυλινδρικά κύτταρα των χοληφόρων. Αυτό επιτυγχάνεται με την ενεργό έκκριση Να+ και HCO3 με μια διαμεμβρανική αντλία, η λειτουργία της οποίας ρυθμίζεται από τη σεκρετίνη, τη χολοκυστοκινίνη και το VIP. Τα ιόντα καλίου και το νερό εισέρχονται παθητικά στο σύστημα των πόρων. Η δευτερεύουσα έκκριση μπορεί να αυξήσει το ολικό ποσό της χολής ακόμα και κατά 100%. Το διττανθρακικό νάτριο της χολής μεταφέρεται στο λεπτό έντερο και μαζί με τα άλλα διττανθρακικά άλατα του παγκρεατικού υγρού, χρησιμεύει για την εξουδετέρωση του υδροχλωρικού οξέος που προέρχεται από το στομάχι. 

Σύσταση της χολής

Η χολή που παράγεται στο ήπαρ αποτελείται από νερό (97%), ηλεκτρολύτες, πρωτεΐνες, χολοχρωστικές (χολερυθρίνη) και λιπίδια (χολικά άλατα, χοληστερόλη  και φωσφολιπίδια – λεκιθίνη). Τα χολικά άλατα, τα φωσφολιπίδια και η χοληστερόλη αποτελούν περίπου το 90% των στερεών στοιχείων της χολής.

Ηλεκτρολύτες. Οι ηλεκτρολύτες Να+, Κ+, Ca++ , CI και HCO3 στη χολή έχουν συγκέντρωση όμοια με εκείνη του πλάσματος. Κατά τη συμπύκνωση της χολής μέσα στη χοληδόχο κύστη, το νερό και μεγάλο μέρος από τους ηλεκτρολύτες (εκτός από το Ca++) επαναρροφώνται ενεργητικά από το βλεννογόνο της χοληδόχου κύστης. Το pΗ της χολής είναι ουδέτερο ή ελαφρώς αλκαλικό, κυμαίνεται από 5.7 – 8.6 και μεταβάλλεται ανάλογα με τη διατροφή. 

Χολερυθρίνη. Περίπου 250-300mg χολερυθρίνης απεκκρίνονται κάθε ημέρα στη χολή. Το 75% αποτελεί μεταβολικό προϊόν διάσπασης της αίμης της αιμοσφαιρίνης, που απελευθερώνεται από τα αποδομημένα γερασμένα ερυθρά αιμοσφαίρια στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα και το υπόλοιπο 25% από τον ηπατικό κύκλο της αίμης και των αιμοπρωτεϊνών. 

Η αίμη ελευθερώνεται από την αιμοσφαιρίνη, ενώ ο σίδηρος και η σφαιρίνη αφαιρούνται για επαναχρησιμοποίηση από τον οργανισμό. Από την αίμη σχηματίζεται η πρώτη χρωστική που ονομάζεται χολοπρασίνη. Αυτή μετατρέπεται σε ασύζευκτη χολερυθρίνη, έμμεσης αντίδρασης στην εξέταση van den Bergh. Η ασύζευκτη χολερυθρίνη ονομάζεται και έμμεση χολερυθρίνη, κυκλοφορεί στο αίμα συνδεδεμένη με λευκωματίνες και είναι αδιάλυτη στο νερό. Η χολερυθρίνη αυτή μεταφέρεται στα ηπατοκύτταρα με τις δεσμευτικές πρωτεΐνες του κυτοσολίου, οι οποίες παραδίδουν γρήγορα το μόριο στη σωληνωτή μεμβράνη των ηπατοκυττάρων.

Με τη δράση του ενζύμου γλυκουρονυλτρανσφεράση μέσα στο ενδοπλασματικό δίκτυο των ηπατοκυττάρων, η έμμεση χολερυθρίνη συζευγνύεται με γλυκουρονικό οξύ και σχηματίζεται το διγλυκουρονίδιο της χολερυθρίνης, που ονομάζεται άμεση ή συζευγμένη χολερυθρίνη. Η άμεση χολερυθρίνη είναι υδατοδιαλυτή και μαζί με  άλλα οργανικά ανιόντα, όπως είναι τα οιστρογόνα και η σουλφοβρωμοφθαλεϊνη, εκκρίνονται ενεργητικά από τα ηπατοκύτταρα στη χολή, μέσω ενός διαφορετικού συστήματος μεταφοράς σε σχέση με αυτόν που ρυθμίζει την έκκριση των χολικών αλάτων. Η συζευγμένη – άμεση χολερυθρίνη μέσα στη χολή μεταφέρεται κατά ένα μεγάλο μέρος με τα μικτά μικκύλια των λιπιδίων. Η τιμής της χολερυθρίνης στη χολή βρίσκεται σε συγκέντρωση 100 φορές υψηλότερη από εκείνη του πλάσματος. Σ’ αυτήν οφείλεται και το κίτρινο χρώμα της χολής. 

Όταν η άμεση χολερυθρίνη βρεθεί στο έντερο, διασπάται από τα βακτηρίδια της εντερικής χλωρίδας σε ουροχολινογόνο και κοπροχολινογόνο, τα οποία αποβάλλονται με τα κόπρανα. Μια μικρή ποσότητα ουροχολινογόνου απορροφάται από το βλεννογόνο του εντέρου και κατά ένα μέρος αποβάλλεται με τα ούρα, ενώ το υπόλοιπο οξειδώνεται και μετατρέπεται σε ουροχολίνη , η οποία επανεκκρίνεται στη χολή. 

Λιπίδια. Τη σπουδαιότερη λειτουργική σημασία από τα στοιχεία της χολής έχουν τα λιπίδια, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι τα χολικά άλατα, τα φωσφολιπίδια και η χοληστερόλη. Τα τρία αυτά στοιχεία  συγκροτούν ειδικούς σχηματισμούς, που ονομάζονται «μικκύλια», μέσα στα οποία κάθε ένα από αυτά βρίσκεται σε ορισμένη ποσοστιαία αναλογία. Κάθε μικκύλιο αποτελεί μικρό σφαιρικό κυλινδρικό σχηματισμό με διάμετρο 3 έως 6 νανόμετρα και αποτελείται από 20 έως 40 μόρια χολικών αλάτων.

Απορρόφηση λιπιδίων από εντεροκύτταρα

Φωσφολιπίδια. Τα φωσφολιπίδια, με κυριότερο εκπρόσωπο τη λεκιθίνη που αποτελεί το 90% των φωσφολιπιδίων της χολής, παράγονται κατά κύριο λόγο στο ήπαρ, ενώ μια σημαντική ποσότητα προσλαμβάνεται με τις τροφές. Η σύνθεση των φωσφολιπιδίων, όπως και της χοληστερόλης, στο ήπαρ ρυθμίζεται από τα χολικά άλατα.  Η λεκιθίνη και η χοληστερόλη συγκροτούν υδατικά σύμπλοκα μέσα στη χολή και σχηματίζουν κυστίδια. Από την ποσότητα της λεκιθίνης στο μικκύλιο εξαρτάται η διαλυτότητα της χοληστερόλης μέσα σ’ αυτό. 

Χοληστερόλη. Η χοληστερόλη είναι το τρίτο λιπίδιο της χολής, που αποτελεί μια ισχυρή, μη πολική ουσία, αδιάλυτη στο νερό. Στον οργανισμό απαντάται σε απλή και εστεροποιημένη μορφή και προέρχεται από τρεις κυρίως πηγές. 

Η μεγαλύτερη ποσότητα χοληστερόλης , που φθάνει μέχρι και το 80% της συνολικής χοληστερόλης του οργανισμού, παράγεται στο ήπαρ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της χοληστερόλης συνδέεται με πρωτεΐνες, που είναι γνωστές ως απολιποπρωτεΐνες (VLDL, LDL, HDL) και μέσω αυτών διακινούνται με την αιματική κυκλοφορία προς τα κύτταρα των ιστών. Μια μικρή ποσότητα από αυτή τη χοληστερόλη εκκρίνεται στη χολή. 

Μια μικρή ποσότητα της χοληστερόλης απορροφάται από τις τροφές από τον βλεννογόνο του δωδεκαδακτύλου και της νήστιδας με τη μορφή χυλομικρών, με ρυθμό 10 mgr/Kgr/ημέρα, ενώ μια άλλη ποσότητα προέρχεται από τα αποφολιδωθέντα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου. 

Η χοληστερόλη είναι σχεδόν αδιάλυτη στο νερό και  εκκρίνεται στη χολή, είτε με μετατροπή της σε χολικά άλατα, είτε με τη μορφή κυστιδίων χοληστερόλης-φωσφολιπιδίων. Για να διατηρηθεί η χοληστερόλη σε υδατοδιαλυτή μορφή, σχηματίζονται τα μικκύλια, που είναι ένα σύμπλεγμα αποτελούμενο από χολικά άλατα, φωσφολιπίδια (λεκιθίνη) και χοληστερόλη. Η αναλογία αυτών των τριών στοιχείων μέσα στο μικκύλιο είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα της χολής. Η ύπαρξη ακόρεστου σε χοληστερόλη μικκυλίου, και συνεπώς ακόρεστης σε χοληστερόλη χολής, σημαίνει ύπαρξη μη λιθογόνου χολής.

Η διαλυτότητα της χοληστερόλης στη χολή εξαρτάται, τόσο από τη σχετική της συγκέντρωση όσο και τη συγκέντρωση των χολικών αλάτων και της λεκιθίνης. Ο υπερκορεσμός σχεδόν πάντα προκαλείται από την υπερέκκριση της χοληστερόλης παρά από τη μειωμένη έκκριση των φωσφολιπιδίων ή των χολικών αλάτων. 

Η αυξημένη πρόσληψη χοληστερόλης με τις τροφές  και η παχυσαρκία αυξάνουν σημαντικά την παραγωγή της χοληστερόλης και προδιαθέτουν στη δημιουργία υπερκορεσμένης σε χοληστερόλη χολής, δηλαδή λιθογόνου χολής.

Χολικά άλατα. Τα χολικά άλατα είναι στεροειδή που σχηματίζονται στα ηπατοκύτταρα με υδροξυλίωση της χοληστερόλης με τη δράση του ενζύμου 7-α-υδροξυλάση. Τα χολικά άλατα που παράγονται στο ήπαρ λέγονται πρωτογενή, τα σπουδαιότερα από τα οποία είναι τα χολικά και τα χηνοδεσοξυχολικά.  Πριν από την έκκρισή τους στη χολή, στα ηπατοκύτταρα συνδέονται με γλυκίνη ή ταυρίνη, οι οποίες ενισχύουν τη διαλυτότητα στο νερό. Με τη μορφή αυτή τελικά απεκκρίνονται στη χολή και ακολούθως μεταφέρονται στον εντερικό σωλήνα. 

Τα πρωτογενή χολικά άλατα που δεν απορροφώνται στο λεπτό έντερο, προωθούνται στο παχύ έντερο, όπου, μετά από διάσπαση από τα βακτηρίδια της χλωρίδας του εντέρου, σχηματίζονται τα δευτερογενή χολικά άλατα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα δεσοξυχολικά και λιθοχολικά. Τα δεσοξυχολικά επαναρροφώνται από το βλεννογόνο του εντέρου και οδηγούνται στο ήπαρ. Εκεί, συνδέονται με γλυκίνη ή ταυρίνη και επανεκκρίνονται στη χολή, όπως τα πρωτογενή χολικά άλατα. Το λιθοχολικό οξύ είναι αδιάλυτο και αποβάλλεται με τα κόπρανα.

Η χολή κατά μέσο όρο αποτελείται 40% από χολικό άλας, 40% από χηνοδεσοξυχολικό οξύ και  20% από δεσοξυχολικό οξύ, που συζεύγνυνται με γλυκίνη ή ταυρίνη σε σχέση 3:1.

Ο όρος «δεξαμενή των χολικών αλάτων» εκφράζει το σύνολο των πρωτογενών και δευτερογενών χολικών αλάτων, που υπάρχουν στον οργανισμό σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η συνολική ποσότητα των χολικών αλάτων εκτιμάται γύρω στα 2.5-4gr.

Μικκύλια

Τα χολικά άλατα είναι αμφιπαθικά, δηλαδή περιέχουν υδρόφιλους και υδρόφοβους πόλους. Μέσα στη χολή σχηματίζουν σύμπλοκα τα οποία ονομάζονται μικκύλια. Σε αυτά οι υδρόφιλοι πόλοι ευθυγραμμίζονται για να διευκολύνουν την επικοινωνία με το νερό. Τα αδιάλυτα στο νερό λιπίδια, όπως η χοληστερόλη, διαλύονται μέσα στα υδρόφοβα τμήματα των μικκυλίων των χολικών αλάτων. 

Η λεκιθίνη παράγεται από τη φωσφολιπίδια και αποτελεί ένα μη υδατοδιαλυτό πολωμένο λιπίδιο. Η λεκιθίνη και η χοληστερόλη συγκροτούν υδατικά σύμπλοκα μέσα στη χολή και σχηματίζουν κυστίδια. Τα εν λόγω κυστίδια ενώνονται με όξινα χολικά μικκύλια και σχηματίζουν τα μεικτά μικκύλια. Αυτά χαρακτηρίζονται από αυξημένη ικανότητα μεταφοράς λιπιδίων σε σχέση με τα αμιγή όξινα χολικά μικκύλια. 

Τα χολικά άλατα ασκούν δύο σημαντικές δράσεις στο γαστρεντερικό σωλήνα: 1) επιτελούν τη γαλακτωματοποίηση του λίπους, η οποία συνίσταται στην κατάτμηση του λίπους της τροφής σε μικροσκοπικά λιποσταγονίδια και 2) συμβάλλουν στην απορρόφηση των λιπαρών οξέων, των μονογλυκεριδίων, της χοληστερόλης και των άλλων λιπιδίων από τον αυλό του εντέρου. Αυτό επιτυγχάνεται με τον σχηματισμό των μικκυλίων. 

Ρύθμιση της έκκρισης της χολής

Η έκκριση της χολής από το ήπαρ προς στα χοληφόρα είναι ενεργητικό φαινόμενο, για το οποίο απαιτείται κατανάλωση ενέργειας. Αυτό σημαίνει, ότι η έκκριση εξαρτάται κατά πρώτο από την αιματική ροή στο ήπαρ και την προσφορά οξυγόνου στο ηπατικό κύτταρο. Κάθε κατάσταση που σχετίζεται με διαταραχές αυτών των παραμέτρων (π.χ. shock) έχει αντίκτυπο και στην παραγωγή της χολής. 

Η ενεργητική έκκριση των χολικών αλάτων μέσα στα χοληφόρα σωληνάρια καθορίζει το μεγαλύτερο όγκο της χολής και των διακυμάνσεών της. Αυτό σημαίνει ότι το ποσό της παραγόμενης χολής εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα των χολικών αλάτων, που θεωρούνται ισχυροί χολεκκριτικοί παράγοντες. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσό των χολικών αλάτων που συμμετέχει στην εντεροηπατική κυκλοφορία, τόσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα της χολής που παράγεται. Πράγματι, με την πρόσληψη περίσσειας χολικών αλάτων είναι δυνατή η πολλαπλάσια αύξηση της παραγωγής της χολής στο 24ωρo. 

Η παραγωγή της χολής από τα ηπατοκύτταρα υπόκειται σε νευρογενή, ορμονικά και χημικά ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα από τη παρασυμπαθητική μοίρα του αυτόνομου νευρικού συστήματος που διαβιβάζονται με  τα πνευμονογαστρικά νεύρα αυξάνουν την έκκριση της χολής, ενώ τα ερεθίσματα από τη συμπαθητική μοίρα προκαλούν μείωση. 

Το υδροχλωρικό οξύ, οι πρωτεΐνες και τα λιπαρά οξέα που έχουν υποστεί μερική πέψη στο δωδεκαδάκτυλο, αποτελούν το ερέθισμα για την απελευθέρωση της ορμόνης σεκρετίνης. Αυτήαυξάνει την έκκριση της χολής και η δράση της αναχαιτίζεται από την ακεταζολαμίδη. Η αύξηση αυτή αντιπροσωπεύει κυρίως την δευτερεύουσα έκκριση υδαρούς διαλύματος πλούσιο σε διττανθρακικό νάτριο και λιγότερο σε χλώριο. Η θέση δράσης της σεκρετίνης είναι τα επιθηλιακά τοιχωματικά κύτταρα των ενδοηπατικών χοληφόρων πόρων, τα οποία είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνα για τη περιεκτικότητα της χολής σε νερό και ηλεκτρολύτες. 

Η παραγωγή της χολής επηρεάζεται και από τη χολοκυστοκινίνη (ή παγκρεονζυμίνη), η οποία είναι ένα πολυπεπτίδιο 33 αμινοξέων. Αυτή εκκρίνεται από τα κύτταρα του βλεννογόνου του δωδεκαδακτύλου και της νήστιδας, τα οποία διεγείρονται από τα λιπαρά ή λιπολυτικά παράγωγα που βρίσκονται μέσα στον εντερικό αυλό. Τα αμινοξέα και τα μικρά πολυπεπτίδια είναι ασθενέστεροι διεγέρτες, ενώ οι υδατάνθρακες δεν έχουν καμία επίδραση. Η χολοκυστοκινίνη δρα στο ήπαρ και στα χοληφόρα, όπου διεγείρει τα ηπατοκύτταρα για την παραγωγή χολής. Παράλληλα, η ορμόνη αυτή ενισχύει τη δράση της σεκρετίνης για την αύξηση της παραγωγής και της ροής της χολής. Βέβαιο είναι επίσης ότι η χολοκυστοκινίνη δεν επηρεάζει τη μεταφορά του νερού και των ηλεκτρολυτών δια του τοιχώματος της χοληδόχου κύστης. Επιπλέον, η χολoκυστoκινίνη προκαλεί σύσπαση της χοληδόχου κύστης και ταυτόχρονη χάλαση του σφιγκtήρα του Oddi.

Αποθήκευση της χολής.

Αποθήκευση της χολής

Η χολή εκκρίνεται αδιαλείπτως όλο το 24ωρο από τα κύτταρα του ήπατος σε ποσότητα που κυμαίνεται από 500 έως 1500 ml την ημέρα. Μεταξύ των γευμάτων, το μεγαλύτερο μέρος της αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη και από τη θέση αυτή θα προωθηθεί στο δωδεκαδάκτυλο. Ο μέγιστος αποθηκευτικός όγκος της χοληδόχου κύστης είναι 30 έως 60 ml. Εντούτοις, στη χοληδόχο κύστη μπορεί να εναποθηκευθεί όλο το ποσό της χολής που παράγεται ακόμα και για 12 συνεχείς ώρες, που ανέρχεται στα 500 ml. Αυτό συμβαίνει επειδή το νερό, το νάτριο, το χλώριο, τα διττανθρακικά καθώς και οι άλλοι ηλεκτρολύτες απορροφώνται ενεργητικά από τον βλεννογόνο της χοληδόχου κύστης, με συνέπεια τα υπόλοιπα συστατικά της χολής, δηλαδή τα χολικά άλατα, η χοληστερόλη, η λεκιθίνη και η χολερυθρίνη, να συμπυκνώνονται μέσα στη χοληδόχο κύστη, επειδή δεν επαναρροφώνται.  

Το μεγαλύτερο μέρος της απορροφητικής λειτουργίας πραγματοποιείται με την ενεργητική μεταφορά νατρίου και HCO3  από το επιθήλιο της χοληδόχου κύστης και αυτή ακολουθιέται από τη δευτερογενή απορρόφηση ιόντων χλωρίου, νερού και των περισσότερων άλλων διαλυτών συστατικών. Η χολή φυσιολογικά συμπυκνώνεται κατά 5 περίπου φορές, μπορεί όμως να συμπυκνώνεται σε έναν μέγιστο βαθμό που φτάνει έως και το 20πλάσιο.  

Ροή της χολής

Σε περιόδους νηστείας ο μεγαλύτερος όγκος της χολής που παράγεται από τα ηπατοκύτταρα διοχετεύεται προς τη χοληδόχο κύστη, όπου απορροφιέται το νερό και οι ανόργανοι ηλεκτρολύτες. Η διαδικασία αυτή έχει σαν αποτέλεσμα τη συμπύκνωση της χολής. Μετά τα γεύματα,  η χοληδόχος κύστη συσπάται και η χολή προωθείται δια του χοληδόχου πόρου στο δωδεκαδάκτυλο, όπου αναμιγνύεται με τη τροφή.

Τρεις παράγοντες ρυθμίζουν το ρυθμό της ροής της χολής μέσα στο χοληφόρο δένδρο: 1) η ηπατική έκκριση, 2) η σύσπαση της χοληδόχου κύστης και 3) η σφιγκτηριακή αντίσταση στη τελική μοίρα του χοληδόχου πόρου. 

Σε περιόδους νηστείας η πίεση στο χοληδόχο πόρο κυμαίνεται από 5 έως 10cm H2O και η χολή που παράγεται στο ήπαρ εκτρέπεται και αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη. Μετά από ένα γεύμα, η παρουσία λίπους στο δωδεκαδάκτυλο πυροδοτεί την έκκριση από αυτό χολοκυστοκινίνης, η οποία απορροφάται και εισέρχεται στην αιματική κυκλοφορία. Η χολοκυστοκινίνη αυτή προκαλεί, αφενός σύσπαση της χοληδόχους κύστης και αφετέρου χάλαση του σφιγκτήρα του Oddi. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η χολή να κατευθύνεται προς το δωδεκαδάκτυλο κατά ώσεις, καθώς η πίεση μέσα στο χοληδόχο πόρο ξεπερνά περιοδικά την αντίσταση του σφιγκτήρα του Oddi. Κατά τη διάρκεια της σύσπασης της χοληδόχου κύστης η πίεση μέσα στην κύστη φτάνει τα 25 cm H2O και μέσα στο χοληδόχο πόρο τα 15-20 cm H2O. Υπάρχει καθολική ομοφωνία ότι η χολοκυστοκινίνη αποτελεί το κύριο μοχλό της κινητικότητας της χοληδόχου κύστης. Η δράση της διευκολύνεται από τη δράση του παρασυμπαθητικού. 

Η ρυθμός της ροής της χολής κατά τη διάρκεια ενός γεύματος αυξάνεται ανάλογα με το ποσοστό των χολικών αλάτων που συμμετέχουν στον εντεροηπατικό κύκλο και τη διέγερση της έκκρισης των πόρων από τη σεκρετίνη, το VIP, και τη χολοκυστοκινίνη. Η μοτιλίνη διεγείρει τη κένωση της χοληδόχου κύστης στη φάση της πέψης.

Η έκκριση και η ροή της χολής μέσα στα χοληφόρα εξαρτάται ακόμη και από την υδροστατική πίεση μέσα σ’ αυτά. Η μέση πίεση στα χοληφόρα φυσιολογικά κυμαίνεται από 15 έως 20 cm H2O. Αύξηση της πίεσης αυτής πάνω από 25 mmHg, όπως για παράδειγμα συμβαίνει σε μηχανική απόφραξη, προκαλεί διάταση των πόρων και αρχίζει διαφυγή χολής από τα χοληφόρα προς τα αιμοφόρα τριχοειδή του ήπατος, με αποτέλεσμα την αύξηση της στάθμης των χολοστατικών στοιχείων στο πλάσμα του αίματος (χολερυθρίνη, χολικά οξέα).

Εντεροηπατικός κύκλος των χολικών αλάτων

Τα πρωτογενή χολικά άλατα που παράγονται στο ήπαρ εκκρίνονται στη χολή και ακολούθως διοχετεύονται στο δωδεκαδάκτυλο. Αυτά διατηρούνται στον αυλό του εντέρου σε όλη τη νήστιδα και συμμετέχουν στην πέψη και την απορρόφηση του λίπους.

Εντεροηπατικός κύκλος χολικών αλάτων

Περισσότερο από το 95% των χολικών αλάτων της χολής που φθάνουν στο λεπτό έντερο επαναρροφώνται στο αίμα, είτε με διάχυση από το βλεννογόνο των ανώτερων τμημάτων του λεπτού εντέρου είτε με ενεργητική μεταφορά από τον εντερικό βλεννογόνο στα τελευταία 200 εκατοστά του τελικού ειλεού. Το υπόλοιπο ποσοστό των χολικών αλάτων εισέρχονται στο παχύ έντερο, όπου, αφού μετατραπούν σε δευτερογενή χολικά άλατα απορροφώνται από τον εντερικό βλεννογόνο. Όλα τα χολικά άλατα που απορροφώνται από τα εντερικά κύτταρα εισέρχονται στο πυλαίο φλεβικό σύστημα και επανέρχονται στο ήπαρ. 

Γίνεται αντιληπτό ότι το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς χολικών αλάτων προς τα ηπατικά κύτταρα, γίνεται με το αίμα της πυλαίας κυκλοφορίας, δια του οποίου επανακάμπτουν στο ήπαρ όλα τα χολικά άλατα που απορροφώνται από τον εντερικό σωλήνα. Στο ήπαρ, με την πρώτη τους διέλευση από τα φλεβικά κολποειδή, εισέρχονται στο κυτταρόπλασμα των ηπατοκυττάρων και επανεκκρίνονται στη χολή για να ακολουθήσουν και πάλι την ίδια πορεία.

Με αυτόν τον τρόπο, το 94% περίπου των χολικών αλάτων επανακυκλοφορούν προς τη χολή και σχηματίζουν ένα κύκλο, που ονομάζεται εντεροηπατικος κύκλος των χολικών αλάτων. 

Το σύνολο των χολικών αλάτων (2.5-4gr) διέρχεται δύο φορές από τον εντεροηπατικό κύκλο κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, ενώ η ημερήσια συχνότητα των κύκλων είναι 6 έως 8 φορές.

Η επάρκεια του εντεροηπατικού κύκλου των χολικών  αλάτων είναι τέτοια, ώστε τελικά να χάνεται από τον οργανισμό καθημερινά μια μικρή ποσότητα χολικών αλάτων, που αντιπροσωπεύει το 10 – 20% του συνόλου της δεξαμενής των χολικών αλάτων. Οι απώλειες αυτές γίνονται κυρίως με τα κόπρανα, τα ούρα και ελάχιστα με το δέρμα. Η απολεσθείσα ποσότητα των χολικών αλάτων αναπληρώνεται με εκείνα που συντίθενται στο ήπαρ.

Η κατακράτηση των χολικών αλάτων τους στο αίμα, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις χολόστασης, οδηγεί στην εναπόθεσή τους στο δέρμα και στην πρόκληση αφόρητου κνησμού.

Εάν με ένα χοληφόρο συρίγγιο τα χολικά άλατα αποβάλλονται από το σώμα ώστε να μην είναι δυνατή η επαναρρόφησή τους από το λεπτό έντερο, το ήπαρ αυξάνει την παραγωγή χολικών αλάτων μέχρι το 6πλάσιο έως και 10πλάσιο του φυσιολογικού επιπέδου, με αποτέλεσμα να διατηρείται η έκκρισης της χολής σε φυσιολογικά επίπεδα. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι ο ημερήσιος ρυθμός έκκρισης των χολικών αλάτων ελέγχεται κατά ενεργητικό τρόπο από τη διαθεσιμότητα των χολικών αλάτων στην εντεροηπατική κυκλοφορία. 

Λειτουργίες της χολής

Η χολή εξυπηρετεί τις ακόλουθες τρεις σημαντικές λειτουργίες: 

  1. Διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην πέψη του λίπους της τροφής, γιατί συμμετέχει στη γαλακτωματοποίηση και συμβάλλει στην απορρόφηση των προϊόντων της πέψης του λίπους από τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου.
  2. Αποτελεί ένα μέσο για την απέκκριση μεταβολικών προϊόντων του οργανισμού που εμπεριέχονται στο αίμα, όπως είναι η χολερυθρίνη, η χοληστερόλη, η λεκιθίνη και οι ηλεκτρολύτες. 
  3. Δεσμεύει τα ιόντα ασβεστίου στη χολή, χωρίς να είναι γνωστή η σημασία της λειτουργίας αυτής. 
Γαλακτωματοποίηση λίπους

Γαλακτωματοποίηση του λίπους. Το πρώτο βήμα για την πέψη του λίπους αποτελεί η διάσπασή του σε μικροσκοπικά λιποσταγονίδια, έτσι ώστε οι υδατοδιαλυτές λιπάσες να μπορούν να δράσουν στην επιφάνεια. Η διεργασία αυτή ονομάζεται γαλακτωματοποίηση και ξεκινάει στο στομάχι με την ανάμειξη του λίπους με τους παράγοντες της γαστρικής πέψης. Στη συνέχεια, το μεγαλύτερο μέρος της γαλακτωματοποίησης επιτελείται στο δωδεκαδάκτυλο με τη δράση των χολικών αλάτων και της λεκιθίνης, που περιέχονται στη χολή

Κύρια λειτουργία των χολικών αλάτων, και ιδιαίτερα της λεκιθίνης, είναι να καθιστούν τα σταγονίδια του λίπους εύθραυστα κατά τη μηχανική τους ανάδευση στον αυλό του λεπτού εντέρου. Η ενέργεια αυτή προσομοιάζει με τη δράση των απορρυπαντικών που χρησιμοποιούνται στα πλυντήρια για τον καθαρισμό των ρούχων από τις λιπαρές ουσίες. Με τη σμίκρυνση της διαμέτρου των λιποσταγονιδίων που επιτελείται με τη μηχανική ανάδευση μέσα στον αυλό του λεπτού εντέρου, η ολική επιφάνεια του λίπους αυξάνεται σημαντικά. Πράγματι, επειδή με τη διεργασία της γαλακτωματοποίησης το μέγεθος των λιποσταγονιδίων στο έντερο γίνεται μικρότερο από 1μm, η ολική επιφάνεια του λίπους αυξάνει στο χιλιαπλάσιο. 

Οι λιπάσες είναι υδατοδιαλυτά ένζυμα και δρουν μόνο στην επιφάνεια των μικροσκοπικών λιποσταγονιδίων. Κατά συνέπεια, εύκολα γίνεται κατανοητό πόσο σημαντική είναι η κατατμητική δράση των χολικών αλάτων και της λεκιθίνης επί των λιπών με τη διαδικασία της γαλακτωματοποίησης. 

Απορρόφηση λιπών

Απορρόφηση των λιπών.  Τα σημαντικότερα λίπη της τροφής είναι: 1) τα ουδέτερα λίπη που ονομάζονται και τριγλυκερίδια, 2) η χοληστερόλη και 3) τα φωσφολιπίδια. 

Κάθε μόριο τριγλυκεριδίου αποτελείται από ένα πυρήνα γλυκερόλης και τρία λιπαρά οξέα. Κατά τη πέψη των λιπών μέσα στο γαστρεντερικό σωλήνα τα τριγλυκερίδια διασπώνται σε μονογλυκεριδία και ελεύθερα λιπαρά οξέα.

Η χοληστερόλη είναι μια στεροειδής ουσία, η οποία στο μόριό της δεν περιέχει λιπαρά οξέα. Εμφανίζει όμως ορισμένα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των λιπών. Προέρχεται από τα λίπη και μεταβολίζεται με όμοιο τρόπο. Γι’ αυτό το λόγο, από διαιτολογική άποψη, η χοληστερόλη θεωρείται λίπος. Στο σύνηθες διαιτολόγιο, το μεγαλύτερο μέρος της χοληστερόλης βρίσκεται με τη μορφή εστέρων, οι οποίοι αποτελούν συνδυασμούς ελεύθερης χοληστερόλης και ενός μορίου λιπαρού οξέος. 

Τα φωσφολιπίδια περιέχουν στο μόριό τους, επίσης, λιπαρά οξέα. Τόσο οι εστέρες της χοληστερόλης όσο και τα φωσφολιπίδια υδρολύονται από τις λιπάσες του παγκρεατικού υγρού.  

Τα χολικά άλατα της χολής διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην απορρόφηση των μονογλυκεριδίων και των ελεύθερων λιπαρών οξέων με το εντερικό επιθήλιο από το περιβάλλον των λιποσταγονιδίων. Αυτό γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: Κατά την πέψη των λιπών για το σχηματισμό μονογλυκεριδίων και ελεύθερων λιπαρών οξέων, και τα δύο αυτά τελικά προϊόντα της πέψης διαλύονται μέσα στα μικκύλια των χολικών αλάτων. Εξαιτίας των μικρών διαστάσεων των μικκυλίων (διάμετρος 3 έως 6 νανόμετρα) και του υψηλού ηλεκτρικού φορτίου στην επιφάνεια, αυτά διαλύονται στον εντερικό χυμό. 

Με τη μορφή των μικκυλίων τα μονογλυκερίδια και τα λιπαρά οξέα μεταφέρονται στο χώρο μεταξύ των κινουμένων μικρολαχνών του εντερικού επιθηλίου. Στη θέση αυτή, τόσο τα μονογλυκερίδια όσο και τα λιπαρά οξέα διαχέονται από το μικκύλιο δια της μεμβράνης των επιθηλιακών κυττάρων του εντέρου, προς το εσωτερικό των εντεροκυττάρων. Η μεταφορά αυτή πραγματοποιείται επειδή τα λιπίδια αυτά είναι ευδιάλυτα στην επιθηλιακή κυτταρική μεμβράνη. Με αυτόν τον τρόπο, τα μικκύλια των χολικών αλάτων εξακολουθούν να παραμένουν στον εντερικό χυμό, να απομακρύνονται από αυτή τη θέση, να απορροφούν και άλλα μονογλυκερίδια και λιπαρά οξέα από τον εντερικό αυλό και να τα μεταφέρουν προς τα επιθηλιακά εντερικά κύτταρα για να απορροφηθούν. 

Μέσα στα εντεροκύτταρα, τα λιπαρά οξέα και τα μονογλυκερίδια προσλαμβάνονται από το λείο ενδοπλασματικό δίκτυο και ανασυντίθενται σε νέα τριγλυκερίδια, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρονται στα λεμφικά χυλομικρά που ρέουν προς το μείζονα θωρακικό πόρο και καταλήγουν στη συστηματική κυκλοφορία.

Τα μικκύλια των χολικών αλάτων διαδραματίζουν τον ίδιο μεταφορικό ρόλο για την ελεύθερη χοληστερόλη και για τα εναπομείναντα τμήματα των φωσφολιπιδιακών μορίων (λεκιθίνη) που έχουν πεφθεί, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της μεταφοράς των μονογλυκεριδίων και των ελεύθερων λιπαρών οξέων. Πράγματι, χωρίς τη δράση των μικκυλίων δεν είναι δυνατή η απορρόφηση της χοληστερόλης. Τα αδιάλυτα στο νερό λιπίδια όπως η χοληστερόλη μπορούν να διαλυθούν μέσα στα υδρόφοβα κέντρα των μικκυλίων των χολικών αλάτων. 

Τα μόρια της λεκιθίνης, που είναι ένα μη υδατοδιαλυτό πολικό φωσφολιπίδιο, μαζί με μόρια χοληστερόλης σχηματίζουν μέσα στη χολή κυστίδια, τα οποία ενσωματώνονται στα μικκύλια των χολικών αλάτων. Με τον τρόπο αυτόν σχηματίζουν τα μικτά μικκύλια. Τα μικτά κυστίδια έχουν μια αυξημένη ικανότητα μεταφοράς λιπιδίων. Επομένως, η χοληστερόλη στη χολή μεταφέρεται μέσα σε φωσφολιπιδικά κυστίδια και μικκύλια των χολικών αλάτων. 

Επομένως, τα μικκύλια εκτελούν τη λειτουργία της «μεταφοράς» η οποία έχει μεγάλη σημασία για την απορρόφηση του λίπους. Όταν υπάρχει αφθονία μικκυλίων χολικών αλάτων, ποσοστό 97% περίπου του λίπους απορροφάται από το εντερικό επιθήλιο. Σε απουσία των μικκυλίων των χολικών αλάτων, η απορρόφηση του λίπους δεν υπερβαίνει το 40 έως 50%.

Η διαταραχή έκκρισης  της χολής στο δωδεκαδάκτυλο έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία μετατροπής των λιπιδίων της τροφής σε υδατοδιαλυτές ενώσεις και τη μη απορρόφησή τους από τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου. Έτσι αποβάλλονται μεγάλες ποσότητες λίπους με τα κόπρανα και αυτό οδηγεί στην ανάπτυξη συνδρόμων δυσαπορρόφησης και υποθρεψίας. Διαταραχή στην απορρόφηση των λιπών σημαίνει και δυσαπορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών (A, D, Ε, Κ), όπως π.χ. συμβαίνει σε περιπτώσεις αποφρακτικού ικτέρου, όπου, κατά κύριο λόγο, γίνεται εμφανής η έλλειψη της βιταμίνης Κ, επειδή οι άλλες τρεις βιταμίνες βρίσκονται σε μεγάλα αποθέματα στον οργανισμό.

error: ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟ!!