Το 1849 ο κτηνίατρος των Ζωολογικών Κήπων του Λονδίνου sir R. Owen, περιέγραψε για πρώτη φορά το φυσιολογικό παραθυρεοειδή αδένα μετά την νεκροψία Ινδικού ρινόκερου που είχε χορηγηθεί στον ζωολογικό κήπο από την κυβέρνηση της Ινδίας. Το 1879 ο A. Wolfler κατέγραψε ότι η τετανία συνέβη μετά από ολική θυρεοειδεκτομή σε έναν ασθενή που χειρουργήθηκε από τον C.A.T. Billroth.
Ωστόσο, οι παραθυρεοειδείς του ανθρώπου δεν είχαν αναγνωριστεί ούτε μακροσκοπικά ούτε μικροσκοπικά μέχρι το 1879 που περιεγράφηκαν από τον φοιτητή I. Sandstrom, στην ιατρική σχολή της Ουψάλας της Σουηδίας. Εισηγήθηκε ότι αυτοί οι αδένες θα ονομάζονται παραθυρεοειδείς αδένες, αν και η λειτουργία τους δεν ήταν γνωστή. Αυτός ανακάλυψε γενικότερα την ιστολογική εικόνα των παραθυρεοειδών αδένων σε διάφορα ζώα, όπως το κουνέλι, την γάτα, το σκυλί, το άλογο, το βόδι και τον άνθρωπο. Οι παρατηρήσεις του πέρασαν απαρατήρητες μέχρι 1891, όταν ανακαλύφθηκαν οι αδένες από τον Gley, ο οποίος κατέδειξε ότι η αφαίρεσή τους οδήγησε σε τετανία. Οι MacCallum και Voegtlinστη στην συνέχεια παρατήρησαν μείωση στα επίπεδα ασβεστίου αίματος των ζώων με υποπαραθυρεοειδισμό και διαπίστωσαν ότι η τετανία που ακολούθησε θα μπορούσε να διορθωθεί με την έγχυση αλάτων ασβεστίου.
Το ίδιο έτος με την ανακάλυψη του Gley, ο von Recklinghausen περιέγραψε μια χαρακτηριστική ασθένεια των οστών (ινώδη κυστική οστεΐτιδα), που αργότερα βρέθηκε ότι προκαλείται από τον υποθυρεοειδισμό. Ο πρώτος που περιέγραψε την σχέση της πάθησης των οστών και της νεοπλασίας των παραθυρεοειδών ήταν ο Askanazy, ο οποίος το 1903 μελέτησε μια γυναίκα με πόνο στα άκρα και παθολογικά κατάγματα. Στην αυτοψία βρέθηκε να πάσχει από γενικευμένη ινώδη κυστική οστεΐτιδα, η οποία είχε περιγραφεί νωρίτερα από τον von Recklinghausen, και ένα «τυχαίο» όγκο ο οποίος εδραζόταν στα πλάγια του θυρεοειδή αδένα.
Το 1907 ο Erdheim αφού μελέτησε διάφορους ασθενείς που είχαν πεθάνει από οστεομαλακία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χαρακτηριστική παραθυρεοειδική υπερπλασία που παρατηρήθηκε ήταν απότοκος της νόσου των οστών. Έκτοτε, προτάθηκε η θεωρία ότι δήθεν όλοι οι όγκοι των παραθυρεοειδών μονήρεις έως και πολλαπλοί, προέκυψαν για να αντισταθμίσει ο οργανισμός τις διάφορες οστεώδεις ανωμαλίες. To 1915, ένας Βιεννέζος χειρουργός, ο Freidrich Schlagenhaufer υποστήριξε ότι ήταν απίθανο η αντισταθμιστική υπερτροφία να συσχετίζει μόνο έναν αδένα και υπέθεσε ότι κάποιοι όγκοι των παραθυρεοειδών είναι πρωτοπαθείς και προκαλούν δευτεροπαθείς αλλοιώσεις στον σκελετό. Πρότεινε δε ότι ένας διογκωμένος παραθυρεοειδής θα πρέπει να αφαιρείται. Η τελευταία αυτή παρατήρηση σηματοδότησε μία καινούργια εποχή στην θεραπεία του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού.
Η πρώτη παραθυρεοειδεκτομή πραγματοποιήθηκε από τον Felix Mandl στην Βιέννη το 1924. Ο Mandl επιβεβαίωσε την υπόθεση του Schlagenhaufer το 1925, όταν παρουσίασε έναν διογκωμένο παραθυρεοειδή αδένα από έναν Βιεννέζο εισπράκτορα 38 ετών ο οποίος εισήχθη στο νοσοκομείο και βρέθηκε ότι έπασχε από υπερασβεστιαιμία, υπερασβεστιουρία, ακτινογραφικές αλλαγές της νόσου των οστών του von Recklinghausen και ένα σπασμένο πόδι. Μετά την χειρουργική θεραπεία, τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα και τα ούρα μειώθηκαν, τα οστά έγιναν πυκνότερα και ο πόνος υποχώρησε και ο ασθενής έγινε περιπατητικός. Μέσα σε 6 έτη, η ασθένεια υποτροπίασε με κακή εξέλιξη που τον οδήγησε τελικά στο θάνατο από υποτροπή του υπερπαραθυρεοειδισμού και νεφρική ανεπάρκεια. Κατά την διάρκεια της υποτροπής έγινε μία δεύτερη διερεύνηση στον τράχηλο, αλλά δεν ανευρέθη παθολογικός παραθυρεοειδικός ιστός ούτε τότε, ούτε μετά από 3 χρόνια στην νεκροψία. Αργότερα, ο William S. Halsted παρατήρησε σοβαρή υπασβεστιαιμία μετά από ολική θυρεοειδεκτομή και απέδειξε ότι η μεταμόσχευση παραθυρεοειδών σε σκύλους ήταν σωτήρια για την ζωή.
Η πρώτη παραθυρεοειδεκτομή στις ΗΠΑ έγινε το 1926 στο Massachusetts General Hospital από τον E. Churchill με βοηθό τον νεαρό Oliver Cope σε έναν ναυτικό του εμπορικού ναυτικού με σοβαρή οστική πάθηση τον καπετάνιο Charles Martell. Δυστυχώς ο παθολογικός αδένας δεν ανακαλύφθηκε και στην 7η επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε το 1932 πέθανε από τετανία κατά την διάρκεια ουρητηρολιθοτομίας.
Η πρώτη επιτυχής παραθυρεοειδεκτομή πραγματοποιήθηκε στο Barnes Hospital στο St. Louis στο Missouri το 1929 και δημοσιεύθηκε από τους Barr και Bulger, οι οποίοι και εισήγαγαν τον όρο υπερπαραθυρεοειδισμό. Κατά την επέμβαση, βρέθηκε ένα παραθυρεοειδικό αδένωμα το οποίο ήταν προσκολλημένο στον κάτω πόλο του αριστερού λοβού του θυρεοειδούς. Μετεγχειρητικά η ασθενής ανέπτυξε τετανία, απειλητική για την ζωή. Αν και ανάρρωσε και έζησε για πολλά χρόνια, χρειάστηκε εφ’ όρου ζωής συμπλήρωμα ασβεστίου.
Το 1934 ο Albright περιέγραψε την σχέση της ινώδους κυστικής οστεΐτιδας με λίθους στα νεφρά και στην συνέχεια διέκρινε μια ομάδα ασθενών με υπερπαραθυρεοειδισμό, η οποία παρουσίαζε λιθίαση, νεφρασβέστωση, αλλά όχι νόσο των οστών.
Το 1925 πρώτος ο Collip παρουσίασε βιολογικά ενεργά παραθυρεοειδή σκευάσματα. Η παραθορμόνη (ΡΤΗ) διαχωρίστηκε και απομονώθηκε από τους Rasmussen και Craig και τον Aurbach τo 1959. Ο Solomon A. Berson και η Rosalyn S. Yalow αναγνώρισαν και μέτρησαν την ΡΤΗ στον ορό του αίματος το 1963 και βραβεύτηκαν γι’ αυτό με το βραβείο Νόμπελ.