2107486937 | Κερασούντος 4, Αθήνα [email protected]

Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι δύο ζεύγη αδένων που είναι ενσωματωμένοι δύο στους άνω πόλους του θυρεοειδούς και δύο στους κάτω πόλους. Παίρνουν την ονομασία τους από την άμεση γειτνίαση με τον θυρεοειδή αδένα και έχουν εντελώς διαφορετική λειτουργία. Κάθε υγιής παραθυρεοειδής αδένας είναι μία κιτρινωπή – καφέ επίπεδη ωοειδής δομή που μοιάζει με φακή. Έχει μήκος 6 mm, πλάτος 3 – 4 mm, πάχος 1 – 2 mm και ζυγίζει 30 mg στους άνδρες και 35 mg στις γυναίκες. Αυτοί οι αδένες δεν είναι ορατοί και δεν γίνονται αισθητοί κατά την κλινική  εξέταση του λαιμού.

Εμβρυολογικά, οι παραθυρεοειδείς αδένες προέρχονται από την επιθηλιακή επένδυση της τρίτης και τέταρτης φαρυγγικής σχισμής, με τους άνω αδένες να προέρχονται από την τέταρτη σχισμή και τους κάτω αδένες από την υψηλότερη τρίτη σχισμή. Κατά την εμβρυική ανάπτυξη ο θύμος μεταναστεύει προς ουραία κατεύθυνση, συμπαρασύροντας και τους κάτω αδένες. Το πάνω ζευγάρι δεν παρασύρεται προς τα κάτω από την τέταρτη σχισμή στον ίδιο βαθμό. 

Οι άνθρωποι συνήθως έχουν τέσσερις παραθυρεοειδείς αδένες, που βρίσκονται στο πίσω μέρος του θυρεοειδούς αδένα σε ποικίλες θέσεις. Οι δύο αδένες που βρίσκονται ψηλότερα ονομάζονται άνω παραθυρεοειδείς, ενώ οι δύο κατώτεροι ονομάζονται κάτω παραθυρεοειδείς. Ωστόσο διαπιστώνονται και παραλλαγές, καθώς ο αριθμός τους  ποικίλλει. Περιστασιακά, ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν έξι, οκτώ ή και περισσότερους παραθυρεοειδείς αδένες. Σπανίως οι παραθυρεοειδείς αδένες μπορεί να βρίσκονται εντός του θυρεοειδικού παρεγχύματος, του θώρακα ή ακόμα και εντός του θύμου αδένα. 

Οι παραθυρεοειδείς αδένες έχουν παρόμοια αιματική τροφοδοσία, φλεβική απορροή και λεμφική παροχέτευση με τον θυρεοειδή. Η φλεβική απορροή γίνεται με  την άνω, την μέση και την κάτω θυρεοειδική φλέβα. Η άνω και η μέση θυρεοειδική φλέβα καταλήγει στην έσω σφαγίτιδα φλέβα, ενώ η κάτω στην βραχιονοκεφαλική φλέβα. Τα λεμφαγγεία από τους παραθυρεοειδείς αδένες παροχετεύονται στους εν τω βάθει τραχηλικούς και στους παρατραχειακούς λεμφαδένες.

Ιστολογικά οι παραθυρεοειδείς αδένες διακρίνονται εύκολα από τον θυρεοειδή, καθώς έχουν πυκνά συσσωρευμένα κύτταρα, σε αντίθεση με την θυλακιώδη δομή του θυρεοειδούς. Υπάρχουν δύο μοναδικοί τύποι κυττάρων στον παραθυρεοειδή αδένα:

  1. Τα κύρια κύτταρα, τα οποία συνθέτουν και απελευθερώνουν την παραθορμόνη. Αυτά είναι μικρά και σκουρόχροα όταν είναι πλήρη με παραθορμόνη και διαυγή όταν η ορμόνη έχει εκκριθεί.
  2. Οξύφιλα κύτταρα, τα οποία είναι λευκά και αυξάνονται σε αριθμό με την ηλικία, ενώ η λειτουργία τους είναι άγνωστη.

Η κύρια λειτουργία των παραθυρεοειδών αδένων είναι η διατήρηση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφορικών αλάτων σε ένα πολύ στενό εύρος, για την εύρυθμη λειτουργία των διαφόρων συστημάτων. Επιτελούν την αποστολή αυτή με την έκκριση της παραθορμόνης (PTH). Η PTH είναι μια μικρή πρωτεΐνη που ρυθμίζει την ομοιόσταση του ασβεστίου και των φωσφορικών αλάτων, καθώς και τον μεταβολισμό των οστών. Η ορμόνη αυτή έχει ανταγωνιστικά αποτελέσματα με εκείνα της καλσιτονίνης. 

Η PTH αυξάνει τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα διεγείροντας άμεσα τους οστεοβλάστες και ενεργοποιώντας έμμεσα τους οστεοκλάστες. Επίσης, αυξάνει την απορρόφηση του ασβεστίου από το γαστρεντερικό σωλήνα ενεργοποιώντας την βιταμίνη D και προάγει την επαναρρόφηση του ασβεστίου από τα νεφρά.

Η PTH ρυθμίζει τις συγκεντρώσεις των φωσφορικών αλάτων στον ορό με δράσεις στους νεφρούς. Είναι αναστολέας της εγγύς σωληναριακής επαναρρόφησης του φωσφόρου. Με ενεργοποίηση της βιταμίνης D αυξάνει την εντερική απορρόφηση των φωσφορικών αλάτων.

Οι παθήσεις των παραθυρεοειδών αδένων ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες: α) υπερπαραθυρεοειδισμός και β) υποπαραθυρεοειδισμός. Και τα δύο αυτά νοσήματα συνοδεύονται από συμπτώματα, τα οποία σχετίζονται με την περίσσεια ή την έλλειψη της παραθορμόνης στο αίμα. 

Στον υπερπαραθυρεοειδισμό οι αδένες είναι λειτουργικά υπερδραστήριοι και ελευθερώνουν περίσσεια παραθορμόνης. Αυτό προκαλεί πόνο και ευαισθησία στα οστά, λόγω της αυξημένης οστικής απορρόφησης. Λόγω του αυξημένου ασβεστίου στην κυκλοφορία, μπορεί να υπάρχουν και άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με την υπερασβεστιαιμία, με πιο συχνή την αφυδάτωση. Ανάλογα με την αιτία που προκαλεί τον υπερπαραθυρεοειδισμό, αυτός διακρίνεται σε πρωτοπαθή, δευτεροπαθή και τριτοπαθή. 

Ο υποπαραθυρεοειδισμός χαρακτηρίζεται από μειωμένη λειτουργική δραστηριότητα των παραθυρεοειδών  και αυτό συνήθως οφείλεται είτε σε βλάβη των αδένων ή σε διαταραχή της αιματικής τροφοδοσίας, όπως επί παραδείγματι συμβαίνει μετά από μία χειρουργική επέμβαση στον θυρεοειδή ή μετά από παραθυρεοειδεκτομή. Περιστασιακά, οι ιστοί ενός ατόμου μπορεί να γίνουν ανθεκτικοί στις δράσεις της παραθορμόνης. Αυτό είναι γνωστό ως ψευδο-υποπαραθυρεοειδισμός. Σ’ αυτή την περίπτωση οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι πλήρως λειτουργικοί, αλλά η ίδια η ορμόνη δεν είναι σε θέση να δράσει, με αποτέλεσμα να προκληθεί υπασβεστιαιμία. Ο υποπαραθυρεοειδισμός συνήθως εκδηλώνεται με συμπτώματα που σχετίζονται με μειωμένο ασβέστιο στο αίμα και γενικά αντιμετωπίζεται με χορήγηση αναλόγων βιταμίνης D.

 

error: ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟ!!