Τι ονομάζουμε διάρροια: Oρισμός
Διάρροια ονομάζουμε την αποβολή αυξημένων σε ποσότητα και σε συχνότητα υδαρών και ασχημάτιστων κενώσεων. Στη διάρροια το βάρος των κοπράνων υπερβαίνει τη ποσότητα των 250 g στο 24ωρο.
Οξεία είναι η διάρροια που έχει αιφνίδια έναρξη και διαρκεί λιγότερο από δύο εβδομάδες και κατά κανόνα οφείλεται σε λοιµώδη αίτια.
Χρόνια διάρροια είναι η αποβολή τουλάχιστον τριών ασχημάτιστων – υδαρών κενώσεων στο 24ωρο και έχει διάρκεια πάνω από τέσσερις εβδομάδες.
Μια λοιμώδης διάρροια μπορεί να έχει διάρκεια 3-4 εβδομάδες, οπότε λέγεται επιμένουσα. Όταν όμως παρατείνεται περισσότερο από ένα μήνα τότε χαρακτηρίζεται ως χρόνια.
Στους ανθρώπους τα φυσιολογικά κόπρανα είναι σχηµατισµένα και έχουν βάρος µικρότερο από 220 gr στο εικοσιτετράωρο. Ο αριθμός των κενώσεων φυσιολογικά κυµαίνεται από 1 έως 3 στο 24ωρο.
Τα κόπρανα αποτελούνται κατά 75% από νερό, ενώ το υπόλοιπο 25% είναι το λεγόµενο στερεό υπόλειµµα, το οποίο αποτελείται κυρίως από άπεπτες φυτικές ίνες. Η ποσότητα των φυτικών ινών επηρεάζει τον όγκο και το βάρος των φυσιολογικών κοπράνων και γι’ αυτό τα άτομα που ακολουθούν φυτική διατροφή έχουν κατά κανόνα αυξηµένο όγκο και βάρος κοπράνων. Όταν η διατροφή είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, το βάρος των κοπράνων μπορεί να φθάσει φυσιολογικά μέχρι τα 350-400 grστο 24ωρο.
Με ποιο μηχανισμό δημιουργούνται οι διάρροιες
Επειδή ο όρος διάρροια υποδηλώνει κόπρανα με υδαρή σύσταση, δηλαδή κόπρανα αυξημένης περιεκτικότητας σε νερό, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε μερικά στοιχεία για τον τρόπο που γίνεται η απορρόφηση του νερού από το έντερο. Ο βαθμός απορρόφησης του νερού από το βλεννογόνο του εντέρου είναι υπεύθυνος για τη φυσιολογική μαλακή αλλά και σχηματισμένη σύσταση των κοπράνων και εξαρτάται από το χρόνο διέλευσης των κοπράνων από το έντερο.
Το νερό απορροφιέται παθητικά από το βλεννογόνο του εντέρου λόγω της διαφοράς ωσμωτικής πίεσης που δημιουργούν η ενεργητική απορρόφηση των ηλεκτρολυτών (Na+ και Κ+) και των συστατικών της τροφής (σάκχαρα, λιπίδια, αμινοξέα). Σε φυσιολογικές συνθήκες η απορρόφηση και η έκκριση ηλεκτρολυτών από τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου είναι παράλληλη και συνεχής. Ωστόσο, η απορρόφηση στοιχείων υπερβαίνει ποσοτικά την έκκριση. Κάθε διαταραχή της λεπτής ισορροπίας (απορρόφηση > έκκριση), είτε λόγω μειωμένης απορρόφησης είτε λόγω αυξημένης έκκρισης, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της περιεκτικότητας του εντερικού περιεχομένου σε νερό και την αποβολή διαρροϊκών κενώσεων.
Στα φυσιολογικά άτομα εισέρχονται στο λεπτό έντερο 8-10 λίτρα υγρών στο 24ωρο. Τα οκτώ περίπου λίτρα προέρχονται από το σάλιο, τις εκκρίσεις του στομάχου, του συκωτιού (χολή) και του παγκρέατος, ενώ τα δύο λίτρα αντιστοιχούν στην εξωγενή πρόσληψη υγρών από το στόμα. Από τον όγκο αυτών των υγρών, τα οκτώ περίπου λίτρα απορροφούνται κατά μήκος του λεπτού εντέρου και 1,5 λίτρα διέρχονται στο παχύ έντερο. Από τα 1,5 λίτρα, απορροφούνται 1,4 λίτρα από το παχύ έντερο και το υπόλοιπο (100 ml περίπου) αποβάλλεται με τα κόπρανα. Η μέγιστη απορροφητική ικανότητα του παχέος εντέρου φθάνει τα 4 λίτρα υγρού. Μόλις η ποσότητα του υγρού στο παχύ έντερο υπερβεί τα 4 λίτρα/24 ωρο, τότε θα εκδηλωθεί διάρροια.
Στα χρόνια νοσήματα του λεπτού εντέρου, όπως στην κοιλιοκάκη και στη νόσο του Crohn, η διάρροια οφείλεται σε μείωση της απορροφητικής επιφάνειας και ατελή απορρόφηση του νερού και των ηλεκτρολυτών από το λεπτό έντερο. Στους ασθενείς αυτούς, από τα 8-10 λίτρα υγρών που εισέρχονται στο έντερο το εικοσιτετράωρο, απορροφούνται 5 περίπου λίτρα υγρών από το λεπτό έντερο, με αποτέλεσμα 4-5 λίτρα να διέρχονται στο παχύ έντερο. Επειδή η μέγιστη απορροφητική ικανότητα του φυσιολογικού παχέος εντέρου δεν υπερβαίνει τα 4 λίτρα, ο ασθενής παρουσιάζει διάρροιες µεγάλου όγκου (> 1 λίτρο /24ωρο).
Στα νοσήµατα του παχέος εντέρου, η απορρόφηση στο λεπτό έντερο είναι φυσιολογική, ώστε να διέρχονται από την ειλεοτυφλική βαλβίδα µόνο 1,5 λίτρα υγρού. Στο παχύ έντερο η απορρόφηση νερού είναι µειωµένη, λόγω βλάβης του βλεννογόνου, µε αποτέλεσµα να απορροφούνται περίπου 700 – 800 ml/24 ωρο. Κατά συνέπεια, οι διάρροιες που οφείλονται σε νοσήµατα του βλεννογόνου του παχέος εντέρου είναι µικρού όγκου, δηλαδή 300 – 700ml/24ωρο.
Ταξινόμηση της διάρροιας
Η διάρροια ανάλογα µε τον παθοφυσιολογικό µηχανισµό που τη προκαλεί, ταξινομείται σε τέσσερις τύπους, ήτοι: εκκριτική, ωσμωτική, φλεγμονώδης και λειτουργική.
Εκκριτική διάρροια. Οφείλεται στη δράση διαφόρων παραγόντων στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου, που έχει σαν αποτέλεσµα την ενεργό έκκριση νερού και ηλεκτρολυτών από τα επιθηλιακά κύτταρα μέσα στον αυλό του εντέρου. Σαν τέτοιοι παράγοντες που προκαλούν υπερέκκριση νερού και ηλεκτρολυτών είναι τα καθαρτικά φάρµακα, οι νευροδιαβιβαστές και οι εντεροτοξίνες µικροβίων.
Ωσµωτική διάρροια. Οφείλεται στην πρόσληψη µε την τροφή ουσιών, οι οποίες δεν απορροφούνται πλήρως από το βλεννογόνο του εντέρου, με αποτέλεσμα να δρουν ωσμωτικά, να προσροφούν υγρά στον εντερικό αυλό και να προκαλούν διάρροια. Οι ουσίες αυτές είτε δεν απορροφούνται καθόλου από το υγιές λεπτό έντερο, όπως π.χ. τα ωσµωτικά καθαρτικά φάρµακα (Duphalac), είτε το φυσιολογικό λεπτό έντερο έχει πεπερασμένη ικανότητα απορρόφησης της ουσίας αυτής. Παραδείγµατος χάρη, η ικανότητα των φυσιολογικών ατόµων να απορροφήσουν πλήρως εφάπαξ δόση 50 ή 25 gr φρουκτόζης ποικίλλει. Η ευρεία κατανάλωση φρούτων που περιέχουν φρουκτόζη και σορβιτόλη, καθώς και τεχνητών γλυκαντικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στα αναψυκτικά (πορτοκαλάδες, κόκα κόλα), καθιστά τη διάρροια ωσµωτικού τύπου από ατελώς απορροφούμενους υδατάνθρακες πολύ συχνή.
Το ποσοστό των ατόμων με έλλειψη του ενζύµου λακτάση είναι πολύ υψηλό (70%). Πολλά από τα άτοµα αυτά παρουσιάζουν δυσανεξία και διάρροια ακόµα και σε ένα ποτήρι γάλα, που περιέχει 12 g λακτόζης.
Στα νοσήµατα της εξωκρινούς µοίρας του παγκρέατος (χρόνια παγκρεατίτιδα) ή του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου (κοιλιοκάκη), η πέψη και η απορρόφηση των υδατανθράκων της τροφής είναι ατελής, με αποτέλεσμα να προκύψουν διάρροιες ωσμωτικού τύπου.
Φλεγµονώδης διάρροια. Oφείλεται σε φλεγµονή του εντερικού βλεννογόνου µε αποτέλεσµα τη µείωση της απορροφητικής του ικανότητας. Κλασσικό παράδειγµα είναι τα ιδιοπαθή φλεγµονώδη νοσήµατα του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn). Στο τύπο της διάρροιας αυτής περιλαµβάνονται και οι ασθενείς µε µετακτινική ή ισχαιµική κολίτιδα.
Λειτουργική διάρροια. Οφείλεται σε διαταραχή της κινητικότητας του εντέρου µε κλασσικό παράδειγμα το ευερέθιστο έντερο. Στον τύπο αυτό διάρροιας, εκτός από τη διαταραχή της κινητικότητας, συχνά συµµετέχουν και άλλοι παράγοντες όπως δυσανεξία στους υδατάνθρακες, ατελής απορρόφηση λακτόζης λόγω µειωµένης δραστηριότητας του ενζύµου λακτάση ή ατελής απορρόφηση φρουκτόζης ή σορβιτόλης.
Κλινική αξιολόγηση του ασθενούς με διάρροια
Με τον όρο διάρροια, οι ασθενείς συνήθως περιγράφουν την υδαρή σύσταση των κοπράνων. Oρισµένοι όµως χρησιµοποιούν τον όρο διάρροια για να περιγράψουν αύξηση της ποσότητας των κοπράνων ή του αριθµού των κενώσεων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να διασαφηνιστούν κατά τη λήψη του ιστορικού.
Αύξηση της ποσότητας των κοπράνων, χωρίς απαραίτητα να έχουν υδαρή σύσταση, παρατηρείται στο σύνδροµο δυσαπορρόφησης και σε δίαιτες πολύ πλούσιες σε φυτικές ίνες. Αύξηση της συχνότητας των κενώσεων χωρίς να έχουμε αύξηση του βάρους και υδαρή σύσταση των κοπράνων, απαντά σε φλεγµονή του βλεννογόνου (ορθίτιδα), σε νεοπλάσµατα του ορθού, αλλά και σε ακράτεια. Στην ακράτεια από βλάβη του σφιγκτηριακού µηχανισµού τα κόπρανα συνήθως έχουν φυσιολογική σύσταση.
Πολλά νοσήµατα που προκαλούν χρόνιο διαρροϊκό σύνδροµο αρχίζουν µε οξεία διάρροια. Υπό αυτή την έννοια, αν ο ασθενής προσέλθει στο γιατρό τις πρώτες δύο εβδοµάδες από την έναρξη της διάρροιας, η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να περιλάβει τα οξέα και τα χρόνια διαρροϊκά σύνδροµα.
Ορισµένοι ασθενείς µε ήπιο διαρροϊκό σύνδροµο προσέρχονται στο γιατρό ένα µήνα και πλέον µετά από την έναρξη των διαρροιών. Στους ασθενείς αυτούς η διαφορική διάγνωση θα πρέπει να περιλάβει και τις οξείες εντερικές λοιµώξεις που παρατείνονται, όπως είναι η γερσινίωση και η λαµβλίαση.
Ποια ευρήματα έχουμε από την κλινική εξέταση σε ασθενείς με διάρροια
Η κλινική εξέταση σε όλους τους ασθενείς με διάρροια οφείλει να είναι λεπτοµερής. Θα πρέπει να αναζητούνται σηµεία αφυδάτωσης του ασθενούς, όπως ξηρή και επίχριστη γλώσσα, µείωση της σπαργής του δέρµατος, χαµηλή αρτηριακή πίεση και ταχυκαρδία. Κατά την ακρόαση οι εντερικοί ήχοι είναι έντονοι.
Κατά την ψηλάφηση η κοιλιά συνήθως είναι µαλακή, χωρίς να βρίσκεται εντοπισµένη ευαισθησία ή σύσπαση. Εξαίρεση αποτελεί η οξεία εµπύρετη διάρροια από γερσίνια,η οποία συχνά δημιουργεί κλινική εικόνα που µιµείται την οξεία σκωληκοειδίτιδα. Σε λοίµωξη από γερσίνιαµπορεί επίσης να συνυπάρχουν αυτοάνοσες εκδηλώσεις, όπως αρθρίτιδα, επιπεφυκίτιδα και οζώδες ερύθηµα.
Η επισκόπηση της στοµατικής κοιλότητας µπορεί να αποκαλύψει αφθώδη στοµατίτιδα (νόσος του Crohn) ή τριχωτή λευκοπλακία (AIDS). Η παρουσία αρθρίτιδας ή αρθροπάθειας µπορεί να υποδηλώνει ιδιοπαθή φλεγµονώδη εντεροπάθεια. Διάρροια που συνοδεύεται από επεισόδια έντονης ερυθρότητας του προσώπου (flushing), ταχυκαρδίας και ηπατοµεγαλίας υποδηλώνει καρκινοειδές µε ηπατικές µεταστάσεις.
Η επισκόπηση του περινέου είναι απαραίτητη για τη διάγνωση περιπρωκτικών συριγγίων που οφείλονται σε νόσο του Crohn. Η δακτυλική εξέταση του ορθού αποκαλύπτει κενή λήκυθο, µε οµαλό και µαλακό τοίχωµα. Το γάντι µπορεί να επαλείφεται από ίχνη αίµατος. Η δακτυλική εξέταση του ορθού µπορεί να αποκαλύψει νεόπλασµα του ορθού ή κοπρόσταση. Σε όλους τους χρόνια κατακεκλιµένους ασθενείς που έχουν διάρροια, η δακτυλική εξέταση είναι απαραίτητη για τον αποκλεισµό της ψευδοδιάρροιας από κοπρόσταση.
Χαρακτηριστικά των διαρροιών, που οδηγούν στη διάγνωση
Η παρουσία νυκτερινής διάρροιας ή παθολογικών προσµίξεων στα κόπρανα, όπως πύο και αίµα, υποδηλώνουν σχεδόν πάντοτε οργανική νόσο του εντέρου ή εκκριτικού τύπου διάρροια.
Εµπύρετη χρόνια διάρροια υποδηλώνει είτε χρόνια εντερική λοίµωξη (π.χ. φυµατίωση του εντέρου), είτε νεόπλασµα του εντέρου µε ηπατικές µεταστάσεις ή, τέλος, ιδιοπαθή φλεγµονώδη εντεροπάθεια. Το σύνδροµο AIDS θα πρέπει να αποκλεισθεί από την αρχή.
Συνήθη νοσήµατα που εκδηλώνονται µε διάρροια, κοιλιακό πόνο και πρόσµειξη αίµατος στα κόπρανα, όπως ο καρκίνος του εντέρου, η ισχαιµική κολίτιδα και οι ιδιοπαθείς φλεγµονώδεις εντεροπάθειες.
Στους ασθενείς με διάρροια, το ιατρικό ιστορικό παρέχει αρκετές πληροφορίες για να γίνει διάκριση µεταξύ των οργανικών νόσων του εντέρου και της λειτουργικής ή ωσµωτικής διάρροιας.
Η διάρροια εκείνη η οποία χρονολογείται από πολύ καιρό (µήνες ή και χρόνια), έχει διαλείποντα χαρακτήρα, διαρκεί μικρά χρονικά διαστήµατα και δεν συνοδεύεται από συστηµατικές εκδηλώσεις, όπως απώλεια της όρεξης, απώλεια σωµατικού βάρους ή πυρετό, συνήθως είναι λειτουργικού τύπου ή ωσµωτική διάρροια. Ειδικότερα, οι ασθενείς που πάσχουν από ευερέθιστο έντερο συχνά παρουσιάζουν µεγάλες περιόδους εναλλαγής διάρροιας µε δυσκοιλιότητα και παραπονούνται για νευρωσικού τύπου ενοχλήµατα, όπως ταχυπαλµία, συχνοουρία, δύσπνοια ή κεφαλαλγία.
Αντίθετα, αν η διάρροια είναι συνεχής, αλλά μικρής διάρκειας (< 3 µήνες), έχει νυκτερινό χαρακτήρα και συνοδεύεται από απώλεια σωµατικού βάρους ή πυρετό, συνήθως οφείλεται σε οργανικά αίτια.
Η λεπτοµερής περιγραφή της σύστασης των κοπράνων συχνά κατευθύνει το γιατρό στο χαρακτηρισµό του τύπου της διάρροιας, από την οποία πάσχει ο ασθενής. Στη διάρροια από δυσαπορρόφηση υδατανθράκων συνυπάρχουν κατά κανόνα κοιλιακά άλγη και αυξηµένη αποβολή αερίων. Τα κόπρανα είναι αφρώδη και επιπλέουν στο νερό της λεκάνης της τουαλέτας. Στη διάρροια από σύνδροµο δυσαπορρόφησης λίπους, όπως συµβαίνει στη χρόνια παγκρεατική ανεπάρκεια, αλλά και στην κοιλιοκάκη, τα κόπρανα έχουν ανοικτό χρώμα και συνήθως περιέχουν ορατά σταγονίδια λίπους τα οποία επιπλέουν στο νερό της λεκάνης. Αξίζει να σηµειωθεί, ότι σε ορισµένα νοσήµατα η διάρροια µπορεί να είναι µικτού τύπου, δηλαδή µπορεί να συνυπάρχει δυσαπορρόφηση λίπους καθώς και υδατανθράκων.
Τεινεσµός είναι το αίσθηµα της ατελούς κένωσης του ορθού, δηλαδή ο ασθενής επισκέπτεται επανειλημμένα τη τουαλέτα χωρίς να έχει αποτελεσματική κένωση. Ο τεινεσµός υποδηλώνει συνήθως οργανική πάθηση του ορθού και σπανιότερα του πρωκτού. Ορισµένοι ασθενείς έχουν τόσο έντονο τεινεσµό, ώστε δεν προλαβαίνουν να φθάσουν στην τουαλέτα και λερώνουν το εσώρουχο. Στο σηµείο αυτό χρειάζεται προσοχή για να γίνει διάκριση μεταξύ του τεινεσµού και της ακράτειας κοπράνων.
Η παρουσία αίµατος στα κόπρανα και τεινεσµού υποδηλώνουν κατά κανόνα φλεγµονώδη διάρροια και ποτέ λειτουργική ή εκκριτική ή ωσµωτικού τύπου διάρροια.
Το ιατρικό ιστορικό βοηθά σηµαντικά στη διάγνωση της διάρροιας που παρατηρείται µετά από χειρουργικές επεµβάσεις στον γαστρεντερικό σωλήνα, όπως γαστρεκτοµή, βαγοτοµή, εντερεκτοµή ή κολεκτοµή ή εντερική παράκαµψη για τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Συνήθως ο άρρωστος αναφέρει, ότι το διαρροϊκό σύνδροµο ακολούθησε τη χειρουργική επέµβαση άµεσα ή µετά από μικρό χρονικό διάστηµα.
Απαραίτητο είναι να γνωρίζουμε για τη λήψη φαρµάκων και ιδιαίτερα καθαρτικών. Πολλοί ασθενείς, λόγω επίµονης δυσκοιλιότητας, παίρνουν καθαρτικά φάρµακα, µε αποτέλεσµα να παρουσιάζουν διάρροιες. Θεωρούν όµως ότι η κένωση του εντέρου είναι ανεπαρκής, επειδή δεν υπάρχει επαρκές εντερικό περιεχόμενο και συνεχίζουν την καθηµερινή λήψη καθαρτικών φαρµάκων, ώστε τελικά να παρουσιάζουν καθηµερινό διαρροϊκό σύνδροµο.
Νοσήµατα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, που συνοδεύεται από αυτόνοµη νευροπάθεια και η λήψη θυρεοειδικών ορμονών δεν πρέπει να διαφεύγουν από τη λήψη του ιστορικού.
Η εκκριτικού τύπου διάρροια δεν σταµατά µετά από την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκοµείο, τη διακοπή της σίτισης από το στόµα και τη χορήγηση ενδοφλέβιων ορών. Αντίθετα, η φλεγµονώδης διάρροια, αλλά και η διάρροια ωσµωτικού τύπου, µειώνονται σηµαντικά µε τη διακοπή της τροφής από το στόµα και την ενδοφλέβια χορήγηση πολυηλεκτρολυτικών διαλυμάτων.
Ποιες εργαστηριακές εξετάσεις κάνουμε σε ασθενή με διάρροια
Στους ασθενείς με διάρροια ο αρχικός εργαστηριακός έλεγχος θα πρέπει να περιλαµβάνει απαραίτητα τις ακόλουθες εξετάσεις: γενική αίµατος, ΤΚΕ, CRP, ηλεκτρολύτες ορού, σίδηρο, φερριτίνη, λευκωµατίνες, σφαιρίνες, βιταµίνη ΒΙ2 και φυλλικό οξύ ορού.
Εξέταση κοπράνων: Η µικροσκοπική εξέταση των κοπράνων περιλαµβάνει την αναζήτηση πυοσφαιρίων, ερυθρών αιµοσφαιρίων και παρασίτων ή των ωαρίων σε νωπό παρασκεύασµα. Η ανεύρεση πολλών πυοσφαιρίων και ερυθρών αιµοσφαιρίων απαντά σε φλεγµονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου από ελκώδη κολίτιδα, νόσο του Crohn, νεοπλάσµατα του ορθοσιγµοειδούς και λοιµώδεις κολίτιδες.
Η εργαστηριακή διερεύνηση της διάρροϊας αρχίζει πάντοτε µε τη µέτρηση του όγκου των διαρροϊκών κοπράνων στο 24ωρο, ενώ ο ασθενής βρίσκεται υπό συνήθη δίαιτα. Αν ο όγκος των κοπράνων είναι µεγαλύτερος από 500ml/ 24ωρο, ο ασθενής δεν πάσχει από ευερέθιστο έντερο. Αν ο όγκος των κοπράνων είναι µικρότερος από 200ml/ 24ωρο, ο ασθενής δεν έχει διάρροια. Στην περίπτωση αυτή οι ασθενείς συνήθως πάσχουν είτε από νοσήµατα του ορθού, είτε ακράτεια ή ευερέθιστο έντερο. Όγκος κοπράνων µεγαλύτερος από 1 λίτρο/24ωρο είναι σχετικά σπάνιος και υποδηλώνει εκκριτικού τύπου διάρροια.
Χρόνια διάρροια με αίμα: Οι ασθενείς µε χρόνια αιµατηρή διάρροια πάσχουν πάντοτε από νοσήµατα του παχέος εντέρου, όπως ιδιοπαθή φλεγµονώδη νοσήµατα (ελκώδης κολίτιδα, νόσος του Crohn), ισχαιµική κολίτιδα ή µετακτινική κολίτιδα. Άλλα σπανιότερα νοσήµατα είναι ο καρκίνος του αριστερού κόλου ή του ορθού και το απλό έλκος του ορθού. Η διάγνωση των νοσημάτων αυτών γίνεται με την κολοσκόπηση και λήψη βιοψιών.
Χρόνια διάρροια με αναιμία και χωρίς αίμα στις κενώσεις: Στους ασθενείς αυτούς απαιτείται διαφορική διάγνωση µεταξύ της µεγαλοβλαστικής και της σιδηροπενικής αναιµίας.
Οι ασθενείς µε µεγαλοβλαστική αναιµία από δυσαπορρόφηση βιταµίνης ΒΙ2 ή φυλλικού οξέος πάσχουν από ατροφική γαστρίτιδα, νόσο του Crohn του λεπτού εντέρου, µετακτινική εντερίτιδα, χειρουργική εκτοµή λεπτού εντέρου, γαστρεκτομή ή, τέλος, έχουν σύνδροµο “τυφλής έλικας” που οφείλεται σε εκκολπώµατα του λεπτού εντέρου. Τα επίπεδα βιταµίνης Β12 του ορού είναι χαµηλά (φυσιολογικές τιµές> 180 µg/dΙ). Η διερεύνηση των ασθενών αυτών περιλαµβάνει γαστροσκόπηση µε βιοψίες στοµάχου και δωδεκαδακτύλου και εντερόκλυση, ώστε να τεθεί η διάγνωση του νοσήµατος που είναι υπεύθυνο για τη διάρροια και τη µεγαλοβλαστική αναιµία.
Οι ασθενείς µε χρόνια διάρροια και σιδηροπενική αναιµία συνήθως πάσχουν από νοσήµατα του λεπτού εντέρου όπως: κοιλιοκάκη, νόσο του Whipple, καρκίνο, νόσο του Crohn ή έχουν υποβληθεί σε γαστρεκτοµή. Η διερεύνηση των ασθενών αυτών περιλαµβάνει τη δοκιµασία D-ξυλόζης που αποβαίνει παθολογική σε νοσήµατα του λεπτού εντέρου και την ενδοσκόπηση του ανωτέρου πεπτικού με λήψη βιοψιών από το 12δάκτυλο και το λεπτό έντερο, ώστε να τεθεί η διάγνωση του νοσήµατος του λεπτού εντέρου που προκαλεί τη δυσαπορρόφηση σιδήρου.
Χρόνια διάρροια με πυρετό και χωρίς αίμα στις κενώσεις: Σους ασθενείς αυτούς µπορεί να συνυπάρχουν αναιµία και απώλεια σωµατικού βάρους. Εδώ περιλαµβάνονται ασθενείς µε AIDS, νόσο του Crohn ή λέμφωμα του εντέρου και καρκίνο του εντέρου µε ηπατικές µεταστάσεις. Η διερεύνηση στους ασθενείς αυτούς περιλαµβάνει τον έλεγχο για τον ιό HIV, κολοσκόπηση και εξέταση του λεπτού εντέρου µε εντερόκλυση ή βιντεο-κάψουλα και λήψη βιοψιών.
Χρόνια διάρροια χωρίς αίμα στις κενώσεις και απώλεια βάρους: Στην οµάδα αυτή περιλαµβάνονται νοσήµατα µε στεατόρροια, όπως η χρόνια παγκρεατίτιδα και η κοιλιοκάκη, η παρασίτωση της νήστιδας από λάμβλια αλλά και εξωεντερικά νοσήµατα, όπως ο υπερθυρεοειδισµός.
Η εργαστηριακή διερεύνηση περιλαµβάνει την ποιοτική εκτίµηση των κοπράνων για λίπος. Στη χρόνια παγκρεατίτιδα συνήθως παρατηρείται δυσαπορρόφηση λίπους, που συνοδεύεται από φυσιολογική τιµή φυλλικού οξέος στον ορό. Αντίθετα, η στεατόρροια στα νοσήµατα του λεπτού εντέρου είναι ήπια και συνοδεύεται από χαµηλές τιµές φυλλικού οξέος.
Στην οµάδα αυτή των ασθενών με μη αιματηρή διάρροια και απώλεια σωματικού βάρους ο έλεγχος πρέπει να περιλάβει την εκτίμηση της λειτουργίας του θυρεοειδούς, βιοψία του λεπτού εντέρου και έλεγχος του παγκέατος με αξονική τομογραφία. Αν συνυπάρχει σακχαρώδης διαβήτης πρόσφατης έναρξης, η πιο πιθανή διάγνωση είναι χρόνια παγκρεατίτιδα, που εκδηλώνεται με σύνδρομο δυσαπορρόφησης.
Χρόνια διάρροια χωρίς αίμα στις κενώσεις και χωρίς συστηµατικές εκδηλώσεις: Η οµάδα αυτή περιλαµβάνει πολλά ετερογενή νοσήµατα, όπως: τη κατανάλωση ατελώς απορροφούµενων υδατανθράκων, τη κατάχρηση καθαρτικών φαρµάκων, το σύνδροµο του ευερεθίστου εντέρου και την ακράτεια κοπράνων. Στους ασθενείς αυτούς, η µικροσκοπική εξέταση των κοπράνων, η κολοσκόπηση και η ιστολογική εξέταση βιοψίας του λεπτού και του παχέος εντέρου αναδεικνύουν φυσιολογικά ευρήματα.
Σε ασθενείς µε χρόνια κατάχρηση καθαρτικών τα οποία περιέχουν σέννη, στην κολοσκόπηση ο βλεννογόνος του παχέος εντέρου έχει µελανό χρώµα. Επίσης πρέπει να αποκλεισθούν µε βιοψίες του λεπτού και του παχέος εντέρου η µικροσκοπική κολίτιδα.
Σε πολλούς ασθενείς που πάσχουν από ευερέθιστο έντερο συνυπάρχει δυσαπορρόφηση υδατανθράκων. Στους ασθενείς αυτούς η δοκιµασία του εκπνεόµενου υδρογόνου αποβαίνει συνήθως θετική για δυσαπορρόφηση λακτόζης, φρουκτόζης ή σορβιτόλης. Η χορήγηση διαιτολογίου µε αποκλεισµό του γάλακτος, των φρούτων και των αναψυκτικών που περιέχουν τα σάκχαρα αυτά, κατά κανόνα οδηγεί σε ύφεση της διάρροιας.
Διάρροια αδιευκρίνιστης αιτιολογίας: Αν μετά από τον πλήρη εργαστηριακό έλεγχο δεν βρεθεί η αιτία του διαρροϊκού συνδρόµου, τότε λέμε ότι ο ασθενής πάσχει από διάρροια αδιευκρίνιστης αιτιολογίας. Στους ασθενείς αυτούς γίνεται πιο εξειδικευµένος έλεγχος για σπάνια νοσήµατα, όπως για παράδειγμα είναι οι νευροενδοκρινείς όγκοι, το µυελοειδές καρκίνωµα του θυρεοειδούς, η ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα και η αµυλοείδωση του πεπτικού σωλήνα.
Τι πρέπει να γνωρίζετε για τις λοιµώδεις διάρροιες
Ορισμός: Λοιµώδηονομάζουμε τη διάρροια εκείνη που οφείλεται σε βακτηρίδια, ιούς και παράσιτα. Ο άνθρωπος µολύνεται από τις τροφές, το νερό ή µε άµεση ή έµµεση επαφή µε µολυσµένα άτοµα.
Οι λοιµώδεις διάρροιες αναφέρονται και µε τον όρο “τροφική δηλητηρίαση”, επειδή κατά κανόνα ο άνθρωπος προσλαµβάνει µε τη µολυσµένη τροφή ή το νερό έτοιµες τοξίνες µικροβίων ή το µικρόβιο ή το παράσιτο το οποίο προκαλεί την λοιμώδη διάρροια ή “οξεία γαστρεντερίτιδα”.
Η ανάπτυξη εντερικής λοίμωξης είναι αποτέλεσµα διαταραχής της ισορροπίας µεταξύ των αµυντικών µηχανισµών του ασθενή και των λοιµογόνων παραγόντων του µικροβίου.
Αμυντικοί μηχανισμοί του ανθρώπου στις εντερολοιμώξεις: Αυτοί περιλαµβάνουν το όξινο γαστρικό ΡΗ (<4) που καταστρέφει τα µικρόβια που έχουν καταποθεί. Η φυσιολογική κινητικότητα του στοµάχου, του λεπτού και του παχέος εντέρου, αλλά και το εµετικό αντανακλαστικό αποσκοπούν στην αποβολή του βλαπτικού ή τοξικού περιεχόµενου. Η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου ανταγωνίζεται την ανάπτυξη ορισµένων µικροβίων, όπως το κλωστηρίδιο dίfficile. Οι φυσιολογικοί ανοσολογικοί µηχανισµοί του οργανισµού, όπως η παραγωγή εκκριτικής IgA ανοσοσφαιρίνης και η ύπαρξη αντισωµάτων στον ορό, αποτελούν αµυντικό παράγοντα σε εντερολοιµώξεις.
Λοιµογόνοι παράγοντες των εντεροβακτηριδίων: Αυτοί περιλαµβάνουν τα κάτωθι:
- Την ικανότητα του µικροβίου να προσκολλάται στα εντεροκύτταρα του ασθενή.
- Την παραγωγή τοξινών οι οποίες συνδέονται µε ειδικούς υποδοχείς των εντεροκυττάρων και προκαλούν ενεργό έκκριση νερού και ηλεκτρολυτών.
- Την παραγωγή κυτταροτοξίνης, η οποία προκαλεί κυτταρική βλάβη και φλεγµονή του εντερικού βλεννογόνου.
- Ορισµένα µικρόβια έχουν την ικανότητα να διεισδύουν στον εντερικό βλεννογόνο, όπου πολλαπλασιάζονται, προκαλούν φλεγµονή του βλεννογόνου και λύση των εντεροκυττάρων µε δηµιουργία εξελκώσεων.
Μηχανισμοί πρόκλησης της λοιμώδους διάρροιας:Τα µικρόβια, οι ιοί και τα παράσιτα που προκαλούν διάρροια, δρουν στο βλεννογόνο του λεπτού ή του παχέος εντέρου. Εκτός όµως από τη διαφορετική θέση δράσης στο έντερο, διαφέρουν και στο µηχανισµό πρόκλησης της διάρροιας.
Ορισµένα µικρόβια δρουν µε προσχηµατισµένες τοξίνες. Τα µικρόβια αυτά αφού µολύνουν την τροφή, πολλαπλασιάζονται και παράγουν εξωτοξίνη. Ο άνθρωπος µε τη βρώση της µολυσµένης τροφής παρουσιάζει οξεία γαστρεντερίτιδα από την εξωτοξίνη και όχι από το ίδιο το µικρόβιο. Η βαρύτητα της γαστρεντερίτιδας εξαρτάται από την ποσότητα της τοξίνης που περιέχεται στη τροφή.
Μια άλλη οµάδα µικροβίων που ονοµάζονται προσκολλητικά (π.χ.V. cholerae, Ε. coli)όταν προσληφθούν µε µολυσµένη τροφή ή νερό, προσκολλώνται στα κύτταρα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου, όπου πολλαπλασιάζονται, χωρίς να προκαλούν τοπικά φλεγµονή. Κατά τον πολλαπλασιασµό τους παράγουν εξωτοξίνη, η οποία είναι υπεύθυνη για το διαρροϊκό σύνδροµο.
Άλλη οµάδα µικροβίων, που καλούνται διεισδυτικά, διεισδύουν στο βλεννογόνο του εντέρου, όπου πολλαπλασιάζονται, παράγουν τοξίνες και προκαλούν φλεγµονή µε οίδηµα και εξελκώσεις, ώστε στα κόπρανα να βρίσκεται πυώδης βλέννη και αίµα. Με τον ίδιο µηχανισµό δρα και το παράσιτο ιστολυτική αμοιβάδα.
Μερικοί ιοί (Rota και Noro) προκαλούν φλεγµονή του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου µε αποτέλεσμα την καταστροφή των λαχνών. Προσκολλώνται στο µέσο της λάχνης, παράγουν τοξίνη και καταστρέφουν τα επιθηλιακά κύτταρα. Η διάρροια είναι αποτέλεσµα της µείωσης της απορροφητικής επιφάνειας του λεπτού εντέρου, καθώς και της έκκρισης νερού από τη δράση της εντεροτοξίνης. Με παρόµοιο µηχανισµό δρα και η λάμβλια.
Στην οξεία γαστρεντερίτιδα από προσκολλητικά ή διεισδυτικά µικρόβια ο χρόνος που παρέρχεται από τη κατάποση της µολυσµένης τροφής µέχρι την έναρξη του διαρροϊκού συνδρόµου, αλλά και η βαρύτητα των κλινικών εκδηλώσεων εξαρτώνται από τον αριθµό των µικροβίων που περιέχονται στη µολυσµένη τροφή.
Επιδηµιολογικά στοιχεία: Οι επιδηµίες οξείας διάρροιας από σαλμονέλλαείναι συχνές σε πληθυσµούς που ζουν σε καταυλισµούς ή χωριά χωρίς σύστηµα κεντρικής αποχέτευσης και ύδρευσης. Δεν είναι όµως σπάνιες και στις αναπτυγµένες χώρες, όταν δεν τηρούνται οι συνθήκες υγιεινής ή υπάρχει διαρροή στο σύστηµα αποχέτευσης και ανάµειξη µε το σύστηµα ύδρευσης. Εκτός από την εντεροστοµατική οδό, η µετάδοση της λοίµωξης µπορεί να γίνει και από άτοµο σε άτοµο, όπως συµβαίνει µε τη διάρροια που οφείλεται σε σιγκέλλα. Ορισµένα µικρόβια, όπως το καµπυλοβακτηρίδιο, η γερσίνια και η σαλµονέλλα, µπορεί να µεταδοθούν από τα κατοικίδια ζώα στον άνθρωπο.
Επιδηµίες από σαλµονέλλα έχουν περιγραφεί από βρώση ωµών αυγών και ατελώς µαγειρεµένων πουλερικών. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε λοίµωξη από σαλµονέλλα είναι οι ασθενείς µε αχλωρυδρία, αιµοσφαιρινοπάθεια ή µειωµένη κυτταρική ανοσία.
Οι ιοί Rotα και Noro είναι υπεύθυνοι για το 25% των επεισοδίων οξείας γαστρεντερίτιδας σε παιδιά, ενήλικες και ηλικιωµένα άτοµα. Η µετάδοση γίνεται από άτοµο σε άτοµο. Το επεισόδιο γαστρεντερίτιδας διαρκεί 3-4 µέρες.
Η οξεία διάρροια σε ανοσοκατασταλµένους ασθενείς είναι πάντοτε λοιµώδης. Οι ασθενείς αυτοί µπορεί να παρουσιάσουν λοίµωξη από τα συνήθη µικρόβια, είναι όµως ιδιαίτερα επιρρεπείς σε λοίµωξη µε πρωτόζωα όπως το κρυπτοσπορίδιο και τα µικροσπορίδια.
Κλινική αξιολόγηση: Στην οξεία διάρροια η λήψη του επιδηµιολογικού ιστορικού πρέπει να γίνεται µε κάθε λεπτοµέρεια. Κρούσµατα οξείας γαστρεντερίτιδας µε κοιλιακό πόνο, πυρετό, εµέτους και διάρροια, που υποχωρούν χωρίς θεραπεία μέσα σε 3-4 µέρες, όταν εκδηλώνονται σε µια γεωγραφική περιοχή, υποδηλώνουν ιογενή γαστρεντερίτιδα. Πρέπει επίσης να αξιολογούνται τα ταξίδια σε αναπτυσσόµενες χώρες (ναυτικοί, ταξίδια αναψυχής), η παραµονή σε κατασκηνώσεις, παιδικούς σταθµούς, νοσοκοµεία, ιδρύµατα, όπως και η κατανάλωση τροφών και ωµών θαλασσινών σε εστιατόρια, ιδιαίτερα τους θερινούς µήνες.
Η οξεία γαστρεντερίτιδα από προσχηµατισµένες τοξίνες αρχίζει λίγες µόνο ώρες µετά από τη λήψη της ύποπτης τροφής. Εκδηλώνεται µε εµέτους, διάρροιες και κοιλιακά άλγη. Δεν συνοδεύεται από συστηµατικές εκδηλώσεις και δεν υπάρχει πύο ή αίµα στα κόπρανα.
Η οξεία διάρροια από προσκολλητικά µικρόβια αρχίζει 1-3 εικοσιτετράωρα από τη µόλυνση του ασθενούς. Οι διάρροιες είναι τύπου λεπτού εντέρου, δηλαδή ογκώδεις (>1 λίτρο), ορυζοειδείς και δεν συνοδεύονται από εµέτους. Τα κοιλιακά άλγη είναι ήπια και ο ασθενής είναι αφυδατωµένος. Αντίθετα, η εντερολοίµωξη από διεισδυτικά µικρόβια (σιγκέλλα, σαλμονέλλα, γερσίνια, καμπυλοβακτηρίδιο, ιστολυτική αμοιβάδα) εκδηλώνεται µε υψηλό πυρετό, έντονα κοιλιακά άλγη και διάρροιες µικρού όγκου, δηλαδή τύπου παχέος εντέρου, που συνοδεύονται συχνά από τεινεσµό. Συνήθως παρατηρείται πύο και αίµα στα κόπρανα.
Εργαστηριακές εξετάσεις: Σε ασθενείς που παρουσιάζουν οξεία διάρροια δύο έως οκτώ ώρες µετά από τη λήψη της μολυσμένης τροφής, η πιο πιθανή αιτία είναι διάρροια από προσχηµατισµένες τοξίνες. Αν ο ασθενής δεν παρουσιάζει αφυδάτωση ή πυρετό, δεν απαιτείται διερεύνηση του διαρροϊκού συνδρόµου. Η διάρροια υποχωρεί κατά κανόνα µόνη της σε δύο ή τρεις µέρες. Αντίθετα, αν η διάρροια συνοδεύεται από πυρετό και παρουσιάζεται αρκετές ώρες (ένα περίπου εικοσιτετράωρο) µετά από τη λήψη της ύποπτης τροφής απαιτείται εργαστηριακή διερεύνηση του ασθενούς.
Μικροσκοπική εξέταση και καλλιέργεια κοπράνων: Η µικροσκοπική εξέταση των κοπράνων περιλαµβάνει την αναζήτηση πυοσφαιρίων, ερυθρών αιµοσφαιρίων και παρασίτων, όπως ιστολυτική αµοιβάδα, κύστεις λαµβλιών, σε νωπό παρασκεύασµα. Η συλλογή των κοπράνων πρέπει να γίνεται σε καθαρό δοχείο και όχι από τη λεκάνη της τουαλέτας. Το δείγµα πρέπει να στέλνεται άµεσα στο εργαστήριο για µικροσκοπική εξέταση. Ορισµένα παράσιτα καταστρέφονται, όταν στα κόπρανα συνυπάρχουν νερό ή ούρα, όπως επίσης αν παραµείνουν µερικές ώρες, χωρίς να υποβληθούν σε µικροσκοπική εξέταση.
Η ανεύρεση πυοσφαιρίων αλλά και ερυθρών αιµοσφαιρίων είναι συνήθης σε λοιµώδεις κολίτιδες από διεισδυτικά µικρόβια (σαλµονέλλα, σιγκέλλα, καµπυλοβακτηρίδιο), που προκαλούν φλεγµονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου, όπως επίσης σε ελκώδη κολίτιδα, νόσο του Crohn και νεοπλάσµατα του ορθοσιγµοειδούς.
Οι καλλιέργειες κοπράνων αποβαίνουν θετικές σε λιγότερο από 40% των δειγµάτων κοπράνων από ασθενείς µε οξεία διάρροια. Η καλλιέργεια των κοπράνων στοχεύει στην αναζήτηση σιγκέλλας, σαλμονέλλας, γερσίνιας και του καμπυλοβακτηριδίου. Σε διάρροιες από αντιβιοτικά αναζητούνται στα κόπρανα οι τοξίνες Α και Β του C. dίfficiΙe. Η αποµόνωση κάντιντας στα κόπρανα δεν έχει κλινική αξία, όπως και αµοιβάδων εκτός από την ιστολυτική. Η λοίµωξη από γερσίνια ή λάµβλιες µπορεί να αναζητηθεί και µε την ανίχνευση ειδικών αντισωµάτων στο αίµα.
Η αναζήτηση των ιών Rota ή Noro γίνεται στα κόπρανα µε ανοσοενζυµικές µεθόδους.
Αιµατολογικός και βιοχηµικός έλεγχος: Ο βιοχηµικός και ο αιµατολογικός έλεγχος των ασθενών είναι κατά κανόνα φυσιολογικός, εκτός από λευκοκυττάρωση και αύξηση της ΤΚΕ που παρουσιάζουν ασθενείς µε λοίµωξη από διεισδυτικά εντεροπαθογόνα µικρόβια. Αν όµως η διάρροια είναι σοβαρή και ο ασθενής έχει αφυδατωθεί παρατηρούνται αύξηση της συγκέντρωσης του νατρίου, της ουρίας και της κρεατινίνης στον ορό του αίµατος. Στους ασθενείς αυτούς λόγω της σηµαντικής απώλειας καλίου µε τα διαρροϊκά κόπρανα µπορεί να αναπτυχθεί υποκαλιαιµία και οξέωση. Σε ασθενείς µε σηψαιµία από σαλµονέλλα ή εντεροαιµορραγικά στελέχη Ε. coΙί µπορεί να παρατηρηθεί αύξηση της χολερυθρίνης, των τρανσαµινασών και της γ-GΤ.
Ενδοσκόπηση του παχέος εντέρου και του δωδεκαδακτύλου: Αν και η ενδοσκόπηση (ορθοσκόπηση, κολονοσκόπηση) δεν είναι απαραίτητη στη διαφορική διάγνωση της λοιµώδους διάρροιας, στις περιπτώσεις που οι διάρροιες παρατείνονται πάνω από µία εβδοµάδα ή υποτροπιάζουν, η ενδοσκόπηση είναι αναγκαία για τη διαφορική διάγνωση της λοιµώδους διάρροιας και της διάρροιας από ιδιοπαθή φλεγµονώδη νοσήµατα του εντέρου ή από ψευδοµεµβρανώδη κολίτιδα. Στις περιπτώσεις αυτές η ενδοσκόπηση, σε συνδυασµό µε την ιστολογική εξέταση βιοψιών του βλεννογόνου του παχέος εντέρου, είναι καθοριστική εξέταση για την τεκµηρίωση του αιτίου του διαρροϊκού συνδρόµου.
Η ενδοσκόπηση µε βιοψία του βλεννογόνου του δωδεκαδακτύλου µπορεί να θέσει τη διάγνωση παρασίτωσης από λάμβλια. Σε ανοσοκατεσταλµένους ασθενείς οι βιοψίες του βλεννογόνου του παχέος εντέρου µπορεί να βοηθήσουν στη διάγνωση λοίµωξης από κυτταροµεγαλοϊό.
Διάρροια από αντιβιοτικά και ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα
Διάρροια από αντιβιοτικά συµβαίνει στο 5-20% των ασθενών που λαµβάνουν αντιβίωση. Όµως ένα µικρό µόνο ποσοστό αναπτύσσει ψευδοµεµβρανώδη κολίτιδα, δηλαδή φλεγµονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου, που προκαλούν οι εξωτοξίνες Α και Β του C.difficile.
Στους υγιείς φορείς η φυσιολογική χλωρίδα του εντέρου καταστέλλει τον πολλαπλασιασµό του C. difficile, ώστε οι φορείς να είναι ασυµπτωµατικοί. Οι ασθενείς που νοσηλεύονται στο νοσοκοµείο αποικίζονται από C. difficile σε ποσοστό 16-35%. Όταν διαταραχθεί η εντερική χλωρίδα, όπως συµβαίνει στα ανοσοκατασταλµένα άτοµα, σε ασθενείς µε βαριές χειρουργικές επεµβάσεις και σε εκείνους που λαµβάνουν αντιβιοτικά, το C. difficίle πολλαπλασιάζεται, παράγει εξωτοξίνες και προκαλεί ψευδοµεµβρανώδη κολίτιδα. Το C. difficile είναι η συχνότερη νοσοκοµειακή λοίµωξη του πεπτικού συστήµατος.
Διάρροια µπορεί να εκδηλώσουν ασθενείς που λαµβάνουν κλινταµυκίνη (10%), συνδυασµό κλινταµυκίνης µε άλλα αντιβιοτικά (25%), αµπικιλλίνη (5-10%), αµοξυκιλλίνη – κλαβουλανικό οξύ (10-25%), κεφοταξίµη (15-20%) ή άλλες κεφαλοσπορίνες, κινολόνες, κλαριθροµυκίνη ή τετρακυκλίνη (2-5%).
Tα στελέχη του χρυσίζοντα σταφυλόκοκκουπου είναι ανθεκτικά στη µεθικιλλίνη (MRSA), µπορεί επίσης να είναι υπεύθυνα για διάρροια από αντιβιοτικά.
Ειδικά η διάρροια από αντιβιοτικά συνήθως είναι ήπια και αυτοϊώµενη µε τη διακοπή του αντιβιοτικού. Όµως, οι ασθενείς µε ψευδοµεµβρανώδη κολίτιδα παρουσιάζουν πολλές υδαρείς κενώσεις που µπορεί να περιέχουν αίµα, έχουν έντονο διάχυτο κοιλιακό πόνο και πυρετό 38-39 οC.
Σε διάρροιες από αντιβιοτικά αναζητούνται στα κόπρανα οι τοξίνες Α και Β του C. dίfficiΙe για να τεκμηριωθεί η διάγνωση.
Τι πρέπει να γνωρίζετε για τη διάρροια των ταξιδιωτών
Η διάρροια των ταξιδιωτών είναι από τις συχνότερες µορφές οξείας λοιµώδους διάρροιας στον κόσµο. Υπολογίζεται ότι 20-30% από εκείνους που επισκέπτονται χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της κεντρικής και νότιας Αµερικής νοσούν από διάρροια των ταξιδιωτών. Παράγοντες αυξηµένου κινδύνου είναι η ηλικία (παιδιά, ηλικιωµένοι), σοβαρά χρόνια νοσήµατα, χώρα προορισµού και διάρκεια ταξιδιού (>3-4 µέρες), οίκηµα διαµονής (ξενοδοχεία χαµηλής κατηγορίας), είδος τροφής και πόσιµου νερού (µη εµφιαλωµένο, χρήση κύβων πάγου σε νερό).
Η επιδηµιολογία των µικροβίων τα οποία είναι υπεύθυνα για τη διάρροια των ταξιδιωτών διαφέρει από χώρα σε χώρα. Το συχνότερο µικρόβιο είναι τα εντεροτοξινογόνα στελέχη του κολοβακτηριδίου και ακολουθούν σε συχνότητα η σιγκέλλα, το C. jejuni, στελέχη αεροµονάδας και σαλµονέλλας, οι ιοί Rota και Noro και το παράσιτο λάμβλια. Οι Νοροϊοί είναι συχνό αίτιο επιδηµιών σε κρουαζιερόπλοια. Ο συχνότερος τρόπος µετάδοσης της διάρροιας των ταξιδιωτών είναι η µολυσµένη τροφή ή το νερό, ενώ οι εντεροπαθογόνοι ιοί µεταδίδονται µόνο µε µολυσµένο νερό.
Η διάρροια των ταξιδιωτών αποτελεί πολύ συχνό τύπο λοιµώδους διάρροιας. Αυτή παρατηρείται σε άτοµα τα οποία διαµένουν µόνιµα σε ανεπτυγµένη χώρα, έχουν ταξιδεύσει σε αναπτυσσόµενη χώρα ή χώρες των τροπικών περιοχών της γης και παρουσιάζουν διάρροιες την πρώτη εβδοµάδα επιστροφής στη χώρα της µόνιµης διαµονής τους. Η νόσος αρχίζει οξέως µε τρεις µέχρι δέκα διαρροϊκές κενώσεις το εικοσιτετράωρο, κοιλιακά άλγη, τεινεσµό και πυρετό. Ορισµένες φορές συνυπάρχουν έµετοι. Τα κόπρανα συχνά περιέχουν ορατό ερυθρό αίµα. Το διαρροϊκό σύνδροµο στο 10% των ασθενών µπορεί να διαρκέσει περισσότερο από µία εβδοµάδα και σε σπάνιες περιπτώσεις (2%) να λάβει τη µορφή χρόνιας διάρροιας υπερβαίνοντας χρονικά τις τέσσερις εβδοµάδες.