Τι είναι η σπαστική κολίτιδα ή το σύνδρομο του ευερεθίστου εντέρου – Ορισμός
Το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου ή όπως αλλιώς λέγεται “σπαστική κολίτιδα”, είναι χρόνια υποτροπιάζουσα λειτουργική διαταραχή, που δεν συνοδεύεται από βιοχημικές ανωμαλίες ή ανατομικές ή ιστολογικές βλάβες του πεπτικού σωλήνα. Εκδηλώνεται με κοιλιακό πόνο ή δυσφορία στην κοιλιακή χώρα, διαταραχές του ρυθμού της αφόδευσης και της σύστασης των κοπράνων, ενώ αρκετές φορές ο ασθενής παραπονείται για αίσθημα διάτασης της κοιλίας.
Συνώνυμα του όρου ευερέθιστο έντερο είναι το “σπαστικό κόλον”, η “σπαστική κολίτιδα” και η “βλεννώδης κολίτιδα”. Ο όρος “κολίτιδα” δεν πρέπει να χρησιμοποιείται, επειδή η ελληνική κατάληξη “-ίτις” υποδηλώνει φλεγμονή.
Η διάγνωση του συνδρόμου ευερεθίστου εντέρου στηρίζεται σε κλινικά κριτήρια, δηλαδή στα τυπικά συμπτώματα του συνδρόμου. Εργαστηριακός έλεγχος για τον αποκλεισμό οργανικών νόσων του πεπτικού διενεργείται όταν κριθεί απαραίτητο από το θεράποντα γιατρό.
Πόσο συχνό είναι το ευερέθιστο έντερο
Το ευερέθιστο έντερο είναι ένα από τα πλέον συχνά νοσήµατα. Εκτιµάται ότι 25-40% των ασθενών που επισκέπτονται το γιατρό πάσχει από λειτουργικές διαταραχές του πεπτικού σωλήνα και ότι 15-20% του πληθυσµού παρουσιάζει συµπτώµατα ευερεθίστου εντέρου. Η συχνότητα της νόσου είναι διπλάσια στις γυναίκες σε σχέση µε τους άνδρες, οι δε ασθενείς µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου καταναλώνουν µέχρι και 60% περισσότερους πόρους υγείας το χρόνο από τα άτοµα που δεν παρουσιάζουν συµπτώµατα συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου.
Η νόσος προσβάλλει όλες τις φυλές, είναι όµως περισσότερο συχνή στον αστικό πληθυσµό σε σύγκριση µε τους κατοίκους της υπαίθρου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες, αλλά η συχνότητά της µειώνεται στην τρίτη ηλικία (>65 ετών). Ο εξάµηνος επιπολασµός των ενοχληµάτων του ευερεθίστου εντέρου στον ελληνικό αστικό πληθυσµό είναι 21%.
Ποιοι είναι οι εκλυτικοί παράγοντες του ευερέθιστου εντέρου
Στους ασθενείς με σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου η πρόκληση συμπτωμάτων πυροδοτείται συχνά από ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, στους οποίους οι ασθενείς είναι περισσότερο ευαίσθητοι και αντιδραστικοί σε σχέση με τους υγιείς. Στους παράγοντες αυτούς περιλαμβάνονται, το άγχος και η σωματοποίησή του, η κατάθλιψη, διάφορες τροφές, κοινές φλεγμονές και λοιμώξεις (γαστρεντερίτιδες), φάρμακα, ορμόνες (καταμήνιος κύκλος), οι αλλαγές των εποχών και πολλοί άλλοι. Η υπερβολική ανταπόκριση σε αυτά τα ερεθίσματα πυροδοτεί τον πόνο και τα άλλα συμπτώματα του συνδρόμου.
Μέχρι και 80% των ασθενών µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου εµφανίζουν ψυχοπαθολογικές διαταραχές. Γενικά, οι ασθενείς µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου ως οµάδα εµφανίζουν συχνότερα κατάθλιψη, αγχώδη νεύρωση, και φοβίες, καθώς και διαταραχές σωµατοποίησης όπως αίσθηµα πίεσης στο θώρακα ή αίσθηµα δύσπνοιας, αίσθηµα διάτασης της κοιλίας ή νυγµώδη κοιλιακά άλγη. Με το σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου σχετίζονται επίσης η επιθετικότητα και η υποχονδρίαση.
Παρά το γεγονός ότι τα ψυχικά νοσήµατα δεν προκαλούν σωµατικά συµπτώµατα, οι ψυχιατρικές διαταραχές επηρεάζουν την αντίληψη των σωµατικών συµπτωµάτων, όπως και τον τρόπο της παρουσίασής τους από τον ασθενή.
Οι συχνότερα αναφερόµενες ψυχιατρικές διαταραχές είναι η κατάθλιψη και οι κρίσεις πανικού. Η κατάθλιψη αποτελεί το ένα τρίτο των ψυχιατρικών διαγνώσεων στους ασθενείς µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου. Η κατάθλιψη και το άγχος που εκφράζουν οι ασθενείς µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου οφείλονται, τουλάχιστον µερικώς, στην αρνητική επίδραση της χρόνιας νόσου στην ποιότητα της ζωής τους. Με τη χορήγηση θεραπείας για την κατάθλιψη ή την αγχώδη νεύρωση παρατηρείται σηµαντική βελτίωση και στα κοιλιακά ενοχλήµατα των ασθενών.
Το ψυχολογικό και συναισθηµατικό stress µπορεί να αποδιοργανώσει τη γαστρεντερική λειτουργία ακόµη και σε φυσιολογικά άτοµα, προκαλώντας συµπτώµατα όπως κοιλιακός πόνος και διάρροια. Το stress που οφείλεται σε γεγονότα της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής πυροδοτεί την εμφάνιση, την υποτροπή ή την επιδείνωση των συμπτωμάτων του συνδρόμου ευερεθίστου εντέρου. Έχει περιγραφεί ότι προβλήματα στο γάμο, ένταση στις σχέσεις με τους γονείς ή τα παιδιά, επαγγελματικές δυσκολίες, έντονο συναισθηματικό stress κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, που αφορά είτε την απώλεια ενός γονέα, είτε τη σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση παρατηρούνται συχνότερα στους ασθενείς με σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου.
Ποιος είναι ο ρόλος των τροφών και των υδατανθράκων (σακχάρων) στο ευερέθιστο έντερο
Πολλοί ασθενείς με ευερέθιστο έντερο αναφέρουν δυσανεξία σε ποικίλες τροφές όπως το ψωµί, τα ζυµαρικά, τις πατάτες, τα όσπρια, τα φρούτα, το γάλα και τις φυτικές ίνες. Οι τροφές αυτές περιέχουν σηµαντικές ποσότητες υδατανθράκων (άµυλο, φρουκτόζη, σορβιτόλη, λακτόζη), που απορροφούνται ατελώς από το λεπτό έντερο του ανθρώπου.
Η παραγωγή συµπτωµάτων από το πεπτικό σύστηµα µετά από τη λήψη ατελώς απορροφούµενων υδατανθράκων εξαρτάται από τους ακόλουθους παράγοντες. Πρώτον, την εφάπαξ και την ηµερήσια δόση του ατελώς απορροφούµενου υδατάνθρακα. Δεύτερον, το µοριακό βάρος του υδατάνθρακα, που καθορίζει την ωσµωτική δραστηριότητά του στον εντερικό αυλό. Τρίτον, την ταχύτητα διέλευσης του υδατάνθρακα από το λεπτό έντερο (χρόνος διάβασης του λεπτού εντέρου), που επηρεάζει τη διάρκεια επαφής του µονοσακχαρίτη ή δισακχαρίτη µε τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου. Ο χρόνος διάβασης εξαρτάται από την ταχύτητα κενώσεως του στοµάχου, την κινητικότητα του λεπτού εντέρου και την απορροφητική ικανότητα του λεπτού και του παχέος εντέρου. Οι τελευταίοι αυτοί παράγοντες ποικίλλουν από άτοµο σε άτοµο.
Οι ατελώς απορροφούµενοι υδατάνθρακες αποτελούν το υπόστρωµα µεταβολισµού των µικροβίων του παχέος εντέρου. Κατά τη µικροβιακή ζύµωση των υδατανθράκων παράγονται CO2, Η2, CH4, γαλακτικό οξύ και λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου. Αν η ποσότητα των υδατανθράκων που δυσαπορροφείται είναι σηµαντική, τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου που παράγονται δεν προλαβαίνουν να απορροφηθούν, µε αποτέλεσµα τα κόπρανα να γίνονται όξινα και να ακολουθεί ωσµωτική διάρροια, που περιέχει εκτός από τα λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου και υδατάνθρακες που έχουν δυσαπορροφηθεί.
Η λακτόζη, η φρουκτόζη και η σορβιτόλη απορροφούνται ατελώς από το λεπτό έντερο και µπορεί να αποτελούν αιτία κοιλιακών συµπτωµάτων σε υγιή άτοµα. Τα κοιλιακά συµπτώµατα που οφείλονται στην ατελή απορρόφηση των υδατανθράκων της τροφής δεν διαφέρουν από εκείνα του ευερεθίστου εντέρου.
Το γάλα αποτελεί σηµαντική τροφή, τόσο κατά την παιδική ηλικία όσο και στη µετέπειτα ζωή του ανθρώπου. Σηµαντικός αριθµός τροφών περιέχουν λακτόζη, όπως είναι οι σοκολάτες (10% λακτόζη), τα παγωτά (10% λακτόζη), τα µπισκότα και τα γλυκίσµατα. Η πέψη της λακτόζης (δισακχαρίτης) απαιτεί φυσιολογική δραστηριότητα του ενζύµου λακτάση, ώστε να διασπασθεί η λακτόζη σε γαλακτόζη και γλυκόζη, οι οποίες απορροφούνται από το λεπτό έντερο.
Η δυσαπορρόφηση της λακτόζης αποτελεί σηµαντικό µειονέκτηµα, επειδή αρκετά άτοµα παρουσιάζουν κοιλιακά άλγη, µετεωρισµό, βορβορυγµούς και διάρροια µετά από λήψη ενός µόνο ποτηριού (220 ml) γάλακτος, που περιέχει 12 g λακτόζη. Τα συµπτώµατα αυτά οφείλονται στην ατελή υδρόλυση της λακτόζης. Η λακτόζη που δυσαπορροφείται αυξάνει την ωσµωτική πίεση του περιεχοµένου του λεπτού εντέρου, που αντιρροπείται από τον οργανισµό µε έκκριση ύδατος στον εντερικό αυλό. Αποτέλεσµα της αύξησης του όγκου του περιεχοµένου του λεπτού εντέρου είναι η αύξηση της κινητικότητας του λεπτού εντέρου, που εκδηλώνεται µε κοιλιακά άλγη και έντονους βορβορυγµούς. Η λακτόζη που δυσαπορροφείται εισέρχεται στο παχύ έντερο, όπου µεταβολίζεται από τη χλωρίδα του παχέος εντέρου σε Η2, CH4 και λιπαρά οξέα βραχείας αλύσου και προκαλεί αίσθηµα κοιλιακής διάτασης, πόνο και διάρροια.
Οι λαοί της Βορειοδυτικής Ευρώπης παρουσιάζουν χαµηλό ποσοστό υπολακτασίας (1-3%). Αντίθετα, οι πληθυσµοί της περιοχής της Μεσογείου παρουσιάζουν σηµαντικού βαθµού δυσαπορρόφηση της λακτόζης, που αφορά το 60-70% του πληθυσµού. Στην Ελλάδα, το 70% των Ελλήνων ενηλίκων παρουσιάζουν µειωµένη δραστηριότητα του ενζύµου λακτάση (υπολακτασία).
Η φρουκτόζη είναι το σάκχαρο των φρούτων. Επίσης χρησιµοποιείται σαν γλυκαντικό σε πολλά αναψυκτικά, γλυκίσµατα, όπως και στις δίαιτες των διαβητικών. Σηµαντική ποσότητα φρουκτόζης περιέχει το µέλι. Ορισµένα φυσιολογικά άτοµα δυσαπορροφούν εφάπαξ δόση φρουκτόζης µικρότερη από 10g. Η σορβιτόλη είναι επίσης φυσικό σάκχαρο, που περιέχεται σε σηµαντικές ποσότητες στα µήλα, τα δαµάσκηνα, τα κεράσια και τα ροδάκινα, ενώ χρησιµοποιείται στη βιοµηχανία τροφίµων σαν γλυκαντική ουσία. Πρόσφατες µελέτες έδειξαν ότι ακόµα και µικρές δόσεις σορβιτόλης (5 g) δυσαπορροφούνται από φυσιολογικά άτοµα. Δυσανεξία στη φρουκτόζη και τη σορβιτόλη απαντά στο 30- 50% του πληθυσµού.
Η κατανάλωση φυτικών ινών και υδατανθράκων συσχετίζεται συχνά µε την εµφάνιση συµπτωµάτων σε ασθενείς µε σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου. Η δυτικού τύπου δίαιτα συνήθως περιέχει 250-300 g υδατανθράκων τη µέρα, τα οποία καλύπτουν το 40- 60% των θερµιδικών αναγκών του ανθρώπου. Το άµυλο είναι ο κύριος υδατάνθρακας (50%) της διατροφής, αν και την τελευταία δεκαετία παρατηρείται προοδευτική αύξηση κατανάλωσης µονοσακχαριτών και δισακχαριτών µε τη µορφή γλυκισµάτων, υδατανθρακούχων αναψυκτικών και σουκρόζης (ζάχαρη).
Οι πλέον σηµαντικές πηγές αµύλου της διατροφής του ανθρώπου είναι το ψωµί από δηµητριακά (40-90% άµυλο), τα ζυµαρικά, το ρύζι, τα φασόλια (30-70% άµυλο) και οι πατάτες (60-90% άµυλο). Το άµυλο είναι πολυσακχαρίτης που αποτελείται από µόρια γλυκόζης. Η διάσπαση του αµύλου γίνεται από την αµυλάση του παγκρέατος σε ολιγοσακχαρίτες και γλυκόζη, η οποία στη συνέχεια απορροφείται από το βλεννογόνο του λεπτού εντέρου. Το 10-20% του αµύλου της τροφής πέπτεται ατελώς, µε αποτέλεσµα να δυσαπορροφείται και να εισέρχεται στο παχύ έντερο, όπου µεταβολίζεται περαιτέρω από τη µικροβιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου. Μόνο το άµυλο που περιέχεται στο ρύζι απορροφείται πλήρως από το λεπτό έντερο σε δόση µέχρι 100 g.
Τροφική αλλεργία: Δεν εχει αποδειχθεί οτι στην παθογένεια του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου εµπλέκονται µηχανισµοί τροφικής αλλεργίας. Αν και πολλοί ασθενείς αναφέρουν συσχέτιση της έναρξης ή της επίτασης των συµπτωµάτων τους µε συγκεκριµένες τροφές, ο ρόλος της διακοπής λήψης ορισµένων τροφών είναι αµφιλεγόµενος. Παραδείγµατα τέτοιων τροφών είναι: τα γαλακτοκοµικά, η σοκολάτα, ο καφές, το τσάι, το αλκοόλ, τα εσπεριδοειδή, τα σιτηρά και τα όσπρια.
Με ποιους μηχανισμούς προκαλούνται τα συμπτώματα στα άτομα με ευερέθιστο έντερο
Η αιτιοπαθογένεια του συνδρόμου ευερεθίστου εντέρου παραμένει ασαφής. Πολλοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στη δημιουργία του πόνου και των διαταραχών των κενώσεων στους πάσχοντες από σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου. Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι οι ακόλουθοι.
Διαταραχές της κινητικότητας του πεπτικού σωλήνα: Οι ασθενείς με ευερέθιστο έντερο παρουσιάζουν διαταραχή της κινητικότητας σε πολλά τμήματα του πεπτικού σωλήνα. Σαν παράδειγμα, παρατηρείται χαμηλότερη του φυσιολογικού μέσου όρου πίεση του κατωτέρου οισοφαγικού σφιγκτήρα, όπως και άλλες άτυπες διαταραχές της κινητικότητας του οισοφάγου. Ο χρόνος διάβασης του λεπτού εντέρου είναι βραχύτερος στους ασθενείς µε ευερέθιστο έντερο, ιδιαίτερα σε εκείνους που προεξάρχει η διάρροια. Σε ορισµένους ασθενείς παρατηρούνται µη προωθητικές τµηµατικές συσπάσεις του τοιχώµατος του παχέος εντέρου, που συνήθως συνοδεύονται από κοιλιακό πόνο και δυσκοιλιότητα. Οι κινητικές διαταραχές του σφιγκτήρα του Oddi είναι µέρος του συνδρόµου του ευερεθίστου εντέρου. Ορισµένοι εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες όπως η τροφή, η χολοκυστοκινίνη, το ψυχικό stress και η διάταση του εντέρου προκαλούν αυξηµένη κινητικότητα του παχέος εντέρου και πόνο σε πολλούς ασθενείς (60- 70%) µε ευερέθιστο έντερο.
Χαµηλός ουδός σπλαγχνικού πόνου: Οι ασθενείς που πάσχουν από ευερέθιστο έντερο παρουσιάζουν αυξηµένη ευαισθησία σε συνήθη ενδογενή και εξωγενή ερεθίσµατα των σπλάγχνων (χαµηλός ουδός σπλαγχνικού πόνου). Διάταση µε µπαλόνι του λεπτού εντέρου, του σιγµοειδούς ή του ορθού προκαλεί πόνο στους ασθενείς µε ευερέθιστο έντερο, ενώ ίδιου βαθµού διάταση είναι ανεκτή από φυσιολογικά άτοµα. Ο χαµηλός ουδός πόνου οφείλεται σε αυξηµένη ευαισθησία των κοίλων σπλάγχνων στη διάταση και όχι σε µειωµένη ελαστικότητα και ικανότητα του τοιχώµατος για διάταση.
Διαταραχή της λειτουργίας του άξονα εγκεφάλου-εντέρου: Η φυσιολογική λειτουργία του γαστρεντερικού σωλήνα είναι αποτέλεσµα της συνεργασίας του εντερικού νευρικού συστήµατος (ΕΝΣ), του αυτόνοµου νευρικού συστήµατος (ΑΝΣ) και του κεντρικού νευρικού συστήµατος (ΚΝΣ). Τα λειτουργικά συµπτώµατα από το πεπτικό εµφανίζονται όταν υπάρχει δυσρυθµία σε οποιοδήποτε επίπεδο στη λειτουργική σχέση αυτών των συστηµάτων.
Το ΕΝΣ αποτελεί την εσωτερική νεύρωση του εντέρου και περιλαµβάνει νευρώνες που βρίσκονται στην υποβλεννογόνια στιβάδα και το µυεντερικό πλέγµα. Ελέγχει την κινητικότητα, την εκκριτική λειτουργία και τη µικροκυκλοφορία του εντέρου και οργανώνει τη λειτουργική συµπεριφορά του (περισταλτικά και αισθητικά αντανακλαστικά).
Το συµπαθητικό και το παρασυµπαθητικό νευρικό σύστηµα συνδέουν το ΕΝΣ µε το ΚΝΣ και αποτελούν την εξωτερική νεύρωση του εντέρου. Το συµπαθητικό νευρικό σύστηµα µε προσαγωγές νευρικές ίνες αποτελεί την κύρια οδό για την αντίληψη του πόνου. Το παρασυµπαθητικό νευρικό σύστηµα µε προσαγωγές νευρικές ίνες του πνευµονογαστρικού νεύρου µεταφέρει φυσιολογικά ερεθίσµατα στον εγκέφαλο και συµµετέχει στην αντίληψη του πόνου από την άποψη του συναισθήµατος και της συµπεριφοράς. Με τις απαγωγές νευρικές ίνες του πνευµονογαστρικού µεταφέρονται µηνύµατα από το ΚΝΣ στο ΕΝΣ.
Νευροδιαβιβαστές όπως η σεροτονίνη, το αγγειοδραστικό εντερικό πεπτίδιο, ο παράγοντας απελευθέρωσης της κορτικοτροπίνης, ο παράγοντας Ρ, η χολοκυστοκινίνη, το σχετιζόµενο µε το γονίδιο της καλσιτονίνης πολυπεπτίδιο, το ΝΟ και οι εγκεφαλίνες ενεργούν ως αγγελιαφόροι στη διπλής κατεύθυνσης επικοινωνία εγκεφάλου-εντέρου (άξονας εγκεφάλου-εντέρου). Η σεροτονίνη αποτελεί τον κύριο νευροδιαβιβαστή συµµετέχοντας σε πολλά επίπεδα του άξονα. Το έντερο περιέχει περισσότερο από το 95% της συνολικής σεροτονίνης του οργανισµού. Η σεροτονίνη απελευθερώνεται από τα εντεροχρωµαφινικά κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου ως απάντηση σε ερεθίσµατα, όπως αύξηση της ενδοαυλικής πίεσης ή χηµικός ερεθισµός και ασκεί τις δράσεις της µέσω ειδικών υποδοχέων. Πυροδοτεί έναν καταρράκτη αντιδράσεων, µέσω ενεργοποίησης υποδοχέων, ο οποίος οδηγεί στη συντονισµένη κίνηση του εντέρου. Η σεροτονίνη µέσω υποδοχέων εµπλέκεται στην αντίληψη του πόνου, ενώ η διέγερση των υποδοχέων µειώνει τη δραστηριότητα των προσαγωγών αισθητικών νευρικών ινών.
Η διαταραχή της σχέσης διπλής κατεύθυνσης µεταξύ ΕΝΣ και ΚΝΣ αποτελεί σηµαντικό παράγοντα στην παθογένεια του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου. Τα συµπτώµατα παρουσιάζονται όταν υπάρχει δυσλειτουργία σε οποιοδήποτε επίπεδο σε αυτήν τη σχέση. Η δυσλειτουργία εκδηλώνεται µε διαταραχή της εντερικής κινητικότητας και της εκκριτικής λειτουργίας του εντέρου, καθώς και µε µείωση του ουδού αντίληψης του σπλαγχνικού πόνου. Σηµαντικό ρόλο στη ρύθµιση του άξονα εγκεφάλου-εντέρου διαδραµατίζει η σεροτονίνη.
Εντερική φλεγμονή και βακτηριακή υπερανάπτυξη: Η παρατήρηση ότι 7-30% των ασθενών με σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου αναφέρουν έναρξη των συμπτωμάτων μετά από επεισόδιο οξείας γαστρεντερίτιδας, οδήγησε στην υπόθεση ότι η πρωτοπαθής αιτία του συνδρόμου είναι μεταλοιμώδης. Η λοίμωξη προκαλεί αύξηση του αριθμού των εντεροχρωμαφινικών κυττάρων, που παράγουν ευρύ φάσμα χημικών μεσολαβητών με συνηθέστερο τη σεροτονίνη.
Σε ασθενείς με ευερέθιστο έντερο, οι µελέτες µε τη µέθοδο µέτρησης του εκπνεόµενου Η2 και οι καλλιέργειες του περιεχόµενου του λεπτού εντέρου έδειξαν υπερανάπτυξη µικροβίων στο εντερικό υγρό. Η χορήγηση αντιβιοτικών βελτιώνει σηµαντικά τα συµπτώµατα των ασθενών συγκριτικά µε τη χορήγηση εικονικού φαρµάκου (placebo).
Ποια συμπτώματα παρουσιάζονται στους ασθενείς με ευερέθιστο έντερο
Προεξάρχοντες χαρακτήρες του συνδρόµου είναι ο κοιλιακός πόνος και η διαταραχή των κενώσεων. Στην καθηµερινή κλινική πρακτική για τη διάγνωση αρκεί το ιστορικό κοιλιακού πόνου και διαταραχών των κενώσεων που χρονολογείται από µακρού χωρίς την παρουσία συµπτωµάτων και σηµείων ενδεικτικών οργανικής νόσου του πεπτικού συστήµατος (συµπτώµατα συναγερµού).
Η διάγνωση του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου πρέπει να βασίζεται στην κλινική αξιολόγηση και όχι σε εκτεταµένο εργαστηριακό έλεγχο, ο οποίος ταλαιπωρεί τους ασθενείς.
Τα συµπτώµατα του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου συνήθως χρονολογούνται από µακρού. Σε πολλούς ασθενείς τα συµπτώµατα αρχίζουν µετά από έντονο ψυχικό stress, απώλεια εργασίας ή σοβαρά οικογενειακά προβλήµατα όπως διαζύγιο, σοβαρό νόσηµα σε µέλος της οικογένειας, αδυναµία τεκνοποιήσεως σε νέα ανδρόγυνα. Άλλοι ασθενείς προσέρχονται στο γιατρό, επειδή ενώ παρουσιάζουν συµπτώµατα ευερεθίστου εντέρου από µακρό διάστηµα και δεν τα είχαν αξιολογήσει, µε την ευκαιρία σοβαρής νόσου φιλικού τους ατόµου ή µετά από παρακολούθηση σχετικής εκποµπής από τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, συνειδητοποιούν τα συµπτώµατά τους και φοβούνται ότι πάσχουν από κάποιο σοβαρό νόσηµα.
Η ένταση του κοιλιακού πόνου ποικίλλει από άτοµο σε άτοµο, αλλά και στον ίδιο ασθενή παρατηρούνται αυτόµατες περίοδοι υφέσεων και εξάρσεων. Συχνά ασθενείς αναφέρουν ύφεση των συµπτωµάτων τους κατά τις θερινές διακοπές. Ο πόνος µπορεί να είναι κωλικοειδής, νυγµώδης, βύθιος ή καυστικός. Συνήθως εντοπίζεται στο δεξιό ή αριστερό κάτω τεταρτηµόριο της κοιλίας. Στον ίδιο ασθενή ο πόνος µπορεί να εντοπίζεται κατά περιόδους σε διαφορετικέξ περιοχές της κοιλίας. Πολλοί άρρωστοι αναφέρουν ότι ο πόνος υφίεται µε την κένωση του εντέρου ή την αποβολή αερίων. Σχεδόν ποτέ δεν ξυπνά τον ασθενή από τον ύπνο και δεν συνοδεύεται από τεινεσµό. Μερικοί ασθενείς αναφέρουν αίσθηµα κοιλιακής διατάσεως, αλλά κατά την επίκρουση δεν παρατηρείται αεροπλήθεια στην κοιλία.
Η πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει εναλλαγές περιόδων διάρροιας και δυσκοιλιότητας, ενώ λιγότεροι ασθενείς παρουσιάζουν κατά την περίοδο έξαρσης είτε µόνο δυσκοιλιότητα, είτε µόνο διάρροια. Συνήθως η κένωση του εντέρου επέρχεται µετά το πρόγευµα, ενώ συχνά ακολουθεί δεύτερη κένωση σε 1-2 ώρες. Στις φάσεις δυσκοιλιότητας τα κόπρανα είναι σκληρά και εξέρχονται κατά µικρά αφυδατωµένα κοµµάτια (κόπρανα κατσίκας), ενώ σε περιόδους διάρροιας µπορεί να είναι πολτώδη ή πάρα πολύ λεπτά. Ορισµένοι ασθενείς αποβάλλουν µε τα κόπρανα αρκετή βλέννη, που δεν περιέχει αίµα. Στους ασθενείς που προσέρχονται για έλεγχο διάρροιας, απαραίτητη είναι η λήψη λεπτοµερούς ιστορικού χρήσεως φαρµάκων και των διαιτητικών συνηθειών. Ιδιαίτερα πρέπει να διερευνάται το ενδεχόµενο προσλήψεως σηµαντικής ποσότητας ατελώς απορροφούµενων υδατανθράκων, που µπορεί να προκαλέσουν κοιλιακά άλγη και διάρροια.
Συνήθης είναι η συνύπαρξη συµπτωµάτων εκτός του πεπτικού συστήµατος όπως κεφαλαλγίες, αίσθηµα ζάλης, προκάρδιοι πόνοι, αίσθηµα παλµών και δυσπαρευνία. Σε ορισµένους ασθενείς υπάρχουν έκδηλα ψυχιατρικά στοιχεία, όπως κατάθλιψη, αγχώδης νεύρωση και καρκινοφοβία.
Τα διάγνωστικά κριτήρια της Ρώµης για το σύνδροµο του ευερεθίστου εντέρου
Α. Ιστορικό τουλάχιστον τριών µηνών µε συνεχή ή διαλείποντα πόνο ή δυσφορία στην κοιλία, ο οποίος ανακουφίζεται µε την αφόδευση και συνοδεύεται από:
- αλλαγή της συχνότητας αφοδεύσεως
- µεταβολή της συστάσεως των κοπράνων
Β. Η διαταραχή του ρυθµού των κενώσεων και της συστάσεως των κοπράνων συµβαίνει στο 25% του χρόνου και συνοδεύεται τουλάχιστον µε τρία από τα ακόλουθα κριτήρια:
- περισσότερες από τρεις κενώσεις τη µέρα ή λιγότερες από τρεις την εβδοµάδα
- µεταβολή της συστάσεως των κοπράνων σε σκληρά, χυλώδη ή υδαρή
- πιεστικό αίσθηµα για αφόδευση ή αίσθηµα ατελούς κενώσεως του ορθού
- αποβολή βλέννης µε τα κόπρανα
- αίσθηµα µετεωρισµού
Τι ευρήματα έχουμε από την κλινική εξέταση στα άτομα με ευερέθιστο έντερο
Η αντικειµενική εξέταση είναι αρνητική εκτός από ήπια ευαισθησία στην ψηλάφηση της κοιλίας, χωρίς να συνοδεύεται από αναπηδώσα ευαισθησία ή σύσπαση των κοιλιακών τοιχωµάτων.
Σε ορισµένους ασθενείς ψηλαφάται αλλαντοειδής επώδυνη µάζα στον αριστερό λαγόνιο βόθρο, που αντιστοιχεί στο συνεσπασµένο σιγµοειδές κόλον. Η ψηλάφηση διογκωµένων περιφερικών λεµφαδένων δεν είναι συµβατή µε τη διάγνωση του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου και απαιτεί αποκλεισµό οργανικών νόσων.
Τι πρέπει να προσέξουμε κατά τη διάγνωση του ευερεθίστου εντέρου
Η διαφορική διάγνωση πρέπει να περιλάβει τα νοσήµατα που εκδηλώνονται με παρόμοια συμπτώματα. Απαραίτητη είναι η λήψη λεπτοµερούς ιστορικού σχετικού µε λήψη φαρµάκων, χειρουργικών επεµβάσεων στο στόµαχο, ακτινοθεραπεία κοιλίας, σακχαρώδη διαβήτη, νόσου του Parkinson και γυναικολογικών παθήσεων.
Η παρουσία χαρακτηριστικών “συµπτωµάτων συναγερµού”, όπως έναρξη των συµπτωµάτων µετά την ηλικία των 50 ετών, νυκτερινού κοιλιακού πόνου ή διάρροιας που αφυπνίζουν τον ασθενή, διάρροιας µεγάλου όγκου που δεν περιορίζεται, ορατού αίµατος στα κόπρανα, πυρετού ή απώλειας σωµατικού βάρους και οικογενειακού ιστορικού οργανικής νόσου του πεπτικού σωλήνα (καρκίνος, ιδιοπαθής φλεγµονώδης νόσος του εντέρου, κοιλιοκάκη) κατευθύνουν τη διερεύνηση σε οργανική νόσο του πεπτικού συστήµατος και αποµακρύνουν από τη διάγνωση του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου.
Ποιες εργαστηριακές εξετάσεις κάνουμε στα άτομα με ευερέθιστο έντερο
Για τη διάγνωση του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου σε νέας ηλικίας ασθενείς µε τυπικά συµπτώµατα που χρονολογούνται από µακρού, αλλά χωρίς συµπτώµατα ή σηµεία που να υποδηλώνουν οργανική νόσο δεν απαιτούνται εξετάσεις ρουτίνας. Στους υπόλοιπους ασθενείς η διάγνωση τίθεται µε τη βοήθεια ελάχιστων, κατευθυνόµενων εξετάσεων, ανάλογα µε το κυρίαρχο σύµπτωµα του ασθενούς.
Η διερεύνηση νέων στην ηλικία ασθενών µε τυπική συµπτωµατολογία συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου χωρίς παρουσία συµπτωµάτων ή “σηµείων συναγερµού” για οργανική νόσο του πεπτικού συστήµατος δεν απαιτεί εργαστηριακό ή απεικονιστικό έλεγχο
Όταν απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος, η επιλογή πρέπει να εξατοµικεύεται µε βάση τα συµπτώµατα, τη σοβαρότητά τους και τις ανησυχίες του ασθενούς. Για ασθενείς µε µικρή διάρκεια συµπτωµάτων, σχετικά µεγάλη ηλικία (αλλά µικρότερη των 50 ετών) και χωρίς πρόδηλους εκλυτικούς παράγοντες για εκδήλωση συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου, η γενική εξέταση αίµατος, η ΤΚΕ και η εξέταση του παχέος εντέρου µπορούν να χρησιµοποιθούν ως αρχικές εξετάσεις ελέγχου (screening). Η χρήση άλλων εξετάσεων, όπως η CRP, οι βιοχηµικές εξετάσεις, η γενική µικροσκοπική εξέταση και παρασιτολογική των κοπράνων, πρέπει να εξατοµικεύεται µε βάση το κυρίαρχο σύµπτωµα, τη γεωγραφική περιοχή διαβίωσης και το ιστορικό του ασθενούς. Στο σύνδροµο ευερεθίστου εντέρου όλες οι πιο πάνω εξετάσεις είναι φυσιολογικές.
Η παρουσία συµπτωµάτων ή “σηµείων συναγερµού” αυξάνει την πιθανότητα διάγνωσης οργανικής νόσου σε ασθενείς µε συµπτωµατολογία παρόµοια αυτής του συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου. Στους ασθενείς αυτούς η επιλογή των διαγνωστικών εξετάσεων καθορίζεται από τη φύση και τη σοβαρότητα του κυρίαρχου συµπτώµατος από το έντερο και τη φύση και τη σοβαρότητα του συµπτώµατος “σηµείου συναγερµού”. Συνήθως οι ασθενείς υποβάλλονται σε αιµατολογικές εξετάσεις, απεικονιστικό έλεγχο του παχέος εντέρου ή κολοσκόπηση,
Η παρουσία συµπτωµάτων ή “σηµείων συναγερµού” υπαγορεύει συστηµατική διερεύνηση ακόµα και σε ασθενείς µε κατά τα άλλα τυπική συµπτωµατολογία συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου
Σε ασθενείς µε πολλές διαρροϊκές κενώσεις πρέπει να ελεγχθεί η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα και να ληφθούν πολλαπλές βιοψίες από το παχύ έντερο για τον αποκλεισµό µικροσκοπικής ή ηωσινοφιλικής κολίτιδας. Αν οι εξετάσεις αίµατος και κοπράνων είναι ενδεικτικές δυσαπορρόφησης είναι πιθανό να χρειασθούν ειδικές ορολογικές εξετάσεις ή ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού συστήµατος µε βιοψία λεπτού εντέρου για τον αποκλεισµό κοιλιοκάκης. Σε υποψία βακτηριακής υπερανάπτυξης είναι χρήσιµη η δοκιµασία εκπνεόµενου υδρογόνου.
Στους ασθενείς µε κυρίαρχο σύµπτωµα πρόσφατη έναρξη ή προοδευτικά επιδεινούµενη δυσκοιλιότητα, βασικός στόχος είναι να αποκλεισθούν οργανικά νοσήµατα όπως ο καρκίνος του παχέος εντέρου, το συγγενές µεγάκολο και νεοπλάσµατα ή νοσήµατα που πιέζουν και προκαλούν στένωση του εντέρου, όπως όγκοι ωοθηκών ή ενδοµητρίωση.