Σωματοστατίνη και τα συνθετικά ανάλογα
Η σωματοστατίνη απομονώθηκε για πρώτη φορά από τον υποθάλαμο και αποτελεί την ανασταλτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης. Είναι ένα κυκλικό πεπτίδιο που απαντάται σε όλο το σώμα και ιδιαίτερα στο ΚΝΣ αλλά και στα περιφερικά νεύρα, την καρδιά, το δέρμα, τον θυρεοειδή κ.ά. Μπορεί να δράσει σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος ως ενδοκρινική ορμόνη, ως παρακρινικός διαμεσολαβητής και ως νευροδιαβιβαστής.
Ειδικά στο πεπτικό σύστημα και το πάγκρεας εκκρίνεται ως μία παρακρινής ουσία από τα D κύτταρα των νησίδων του παγκρέατος και από παρόμοια (like) με τα D κύτταρα του γαστρεντερικού βλεννογόνου (ειδικά του στομάχου και του 12δακτύλου). H σωματοστατίνη στο πάγκρεας δρα ως ρυθμιστικός παράγοντας στην έκκριση των υπόλοιπων ορμονών των παγκρεατικών νησιδίων. Η πραγματική της όμως λειτουργία στο εσωτερικό του παγκρέατος παραμένει σε πολλά σημεία άγνωστη.
Παράγεται από την πρόδρομη ουσία προ-σωματοστατίνη μέσω διάφορων μεταβολικών οδών. Απαντάται σε 2 δραστικές μοριακές μορφές ως σωματοστατίνη-14 (στα νησίδια του παγκρέατος και το νευρικό ιστό) και ως σωματοστατίνη-28 (στο γαστρεντερικό σωλήνα). Η σωματοστατίνη-14 είναι όμοια με τα 14 τελικά αμινοξέα του καρβοξυλικού άκρου της σωματοστατίνης-28. Η βιολογική τους δράση εντοπίζεται στην κυκλική περιοχή του πεπτιδίου και ειδικά στο τμήμα, που είναι απαραίτητο για την σύνδεση του πεπτιδίου με τους κατάλληλους υποδοχείς.
Πρόκειται για πέντε (sst1 – sst5) υποδοχείς που συνδέονται και με τις 2 μορφές της σωματοστατίνης. Όλοι οι υποδοχείς δεν συνδέονται και με τα συνθετικά παράγωγα της σωματοστατίνης. Οι υποδοχείς αυτοί συνδέονται με την αδενυλική κυκλάση μέσω μιας ανασταλτικής G πρωτεΐνης και η ενεργοποίησή τους έχει ως επακόλουθο την μείωση του cAMP. Όλοι οι υποδοχείς απαντώνται στον εγκέφαλο αλλά η κατανομή τους στους περιφερικούς ιστούς διαφέρει.
Η σωματοστατίνη είναι ρυθμιστικό πεπτίδιο, με δράση κυρίως παρακρινικού διαμεσολαβητή. Εκκρίνεται από νευρικά, ενδοκρινικά και εντεροενδοκρινικά κύτταρα και έχει ελάχιστο χρόνο ημιζωής, τόσο στο αίμα όσο και στους ιστούς. Έτσι, μετά από ενδοφλέβια ένεση το 50% απομακρύνεται από την κυκλοφορία εντός 3 λεπτών. Η έκκρισή της πυροδοτείται από διάφορα ερεθίσματα. Παράγοντες που διεγείρουν την έκκρισή της είναι η γλυκόζη, τα λιπαρά οξέα, τα αμινοξέα, τα κετονικά σώματα, η γλυκαγόνη, τα οπιοειδή, η σεκρετίνη, η ακετυλοχολίνη, η χολοκυστοκινίνη, το GLP-1, το GIP και το VIP. Ειδικά στο έντερο η έκκρισή της ρυθμίζεται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα με τις κατεχολαμίνες να δρουν ανασταλτικά και τους χολινεργικούς διαμεσολαβητές να δρουν διεγερτικά. Ο κυριότερος παράγοντας που αναστέλλει την έκκρισή της είναι η ινσουλίνη.
Η φυσιολογική δράση της σωματοστατίνης είναι κυρίως ανασταλτική. Έτσι ελαττώνει τις εξωκρινείς εκκρίσεις του παγκρέατος και την έκκριση γαστρικού υγρού, ελαττώνει την αιμάτωση των σπλάχνων, αναστέλλει την κινητικότητα του πεπτικού σωλήνα και τη σύσπαση της χοληδόχου κύστης, όπως επίσης μειώνει την απορρόφηση της γλυκόζης, των αμινοξέων και των τριγλυκεριδίων. Η έκκρισή της διεγείρεται από το όξινο περιεχόμενο του αυλού και δρα με παρακρινή τρόπο ως διαμεσολαβητής της αναστολής έκκρισης γαστρίνης, που προκαλείται από το οξύ. Αναστέλλει, επίσης, την έκκριση των περισσότερων από τις γαστρεντερικές ορμόνες, όπως της γαστρίνης, του VIΡ, του GIP, της εκκριματίνης και της μοτιλίνης. Δρα επίσης ανασταλτικά και στην ανάπτυξη ορισμένων νεοπλασμάτων.
Οι κλινικές εφαρμογές της σωματοστατίνης είναι περιορισμένες λόγω του μικρού χρόνου ημιζωής. Η παρασκευή όμως συνθετικών αναλόγων υπερκέρασε αυτό το μειονέκτημα. Έτσι. η οκτρεοτίδη, ένα συνθετικό οκταπεπτίδιο με παρατεταμένη δράση, έχει τις βιολογικές δράσεις της σωματοστατίνης, με πολλές από τις ανασταλτικές πιο αυξημένες και παραμένει σταθερό και ενεργό για χρόνο μεγαλύτερο από 90 min με φαρμακολογική δράση 8 περίπου ώρες. Ειδικότερα, η οκτρεοτίδη δεσμεύεται κυρίως από τους υποδοχείς sst2, sst3 και sst5 αλλά η κλινική της αποτελεσματικότητα σχετίζεται με την δράση της κυρίως στους υποδοχείς τύπου sst2.
Η παρασκευή της οκτρεοτίδης και της λανρεοτίδης, που είναι συνθετικά παράγωγα της σωματοστατίνης με βραδεία αποδέσμευση και παρατεταμένη δράση, κατέστησαν δυνατή τη χορήγηση των φαρμάκων σε ενέσιμη μορφή μια φορά την εβδομάδα ή τον μήνα. Ειδικότερα, πέρα από τις άλλες θεραπευτικές εφαρμογές, για τους νευροενδοκρινείς όγκους τα μακράς δράσης παράγωγα της σωματοστατίνης αναστέλλουν και την περαιτέρω ανάπτυξη των όγκων αυτών σε ποσοστά μέχρι και 95%.
Συνθετικά ανάλογα σωματοστατίνης
Η καταστολή της δράσης μεγάλου αριθμού γαστρεντερικών ορμονών από τη σωματοστατίνη έχει ως αποτέλεσμα την ελάττωση της γαστρικής, της παγκρεατικής και της εντερικής έκκρισης, καθώς και της ροής του αίματος και της κινητικότητας στο έντερο. Η σωματοστατίνη αναστέλλει την έκκριση, αλλά και τη δράση των ορμονών αυτών στα κύτταρα-στόχους, με κατάληψη των υποδοχέων τους. Όμως, ο μικρός χρόνος ημίσειας ζωής της σωματοστατίνης, που κυμαίνεται από 2 έως 3 λεπτά και το ευρύ φάσμα της ανασταλτικής της δράσης, περιόριζαν στο ελάχιστο αυτή τη δυνατότητα για κλινική χρήση και απέκλειαν τη χορήγησή της για μακροχρόνια θεραπεία. Για τους λογους αυτούς η σωματοστατίνη χορηγείται θεραπευτικά αποκλειστικά σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση. Έτσι, η έρευνα στράφηκε στην ανάπτυξη συνθετικών αναλόγων της σωματοστατίνης, με μακρά και εκλεκτική δράση. Πράγματι, έγινε δυνατή η παραγωγή πολλών αναλόγων της σωματοστατίνης, με παρόμοιο φάσμα δράσης με το αρχικό μόριο, με μακρύτερο, όμως, χρόνο ημίσειας ζωής.
Από τα διάφορα ανάλογα τα οποία είχαν συντεθεί μέχρι το 1982, η οκτρεοτίδη, η λαντρεοτίδη και η βαπρεοτίδη έχουν μελετηθεί περισσότερο και αποτελούν τις ουσίες με την ευρύτερη κλινική χρήση. Η οκτρεοτίδη/sandostatin, με μέση διάρκεια ζωής περί τις 2 ώρες και δραστικά επίπεδα για τουλάχιστον 8 ώρες μετά από υποδόρια χορήγησή της, έκανε πρακτικά εφαρμόσιμη τη μακροχρόνια θεραπεία με σωματοστατίνη, αφού απαιτείται μία ένεση κάθε 8 – 12 ώρες. Η λανρεοτίδη/somatulin είναι το δεύτερο ανάλογο της σωματοστατίνης, που κυκλοφόρησε σε μορφή βραδείας αποδέσμευσης (λανρεοτίδη-LA, μία ενδομυϊκή ένεση κάθε 2 εβδομάδες). Η αντίστοιχη μορφή της οκτρεοτίδης (LAR) έχει διπλάσιο χρόνο δράσης (μία ενδομυϊκή ένεση το μήνα). Είναι διαθέσιμη εμπορικά η μορφή της λανρεοτίδης σε προγεμισμένη σύριγγα με gel (autogel), για μηνιαία χορήγηση.
Η θεραπευτική χορήγηση αναλόγων της σωματοστατίνης βρήκε την καλύτερη εφαρμογή της στην αντιμετώπιση των νευροενδοκρινικών όγκων του πεπτικού. Με τη θεραπεία αυτή επιτυγχάνεται σταθεροποίηση της εξέλιξης της νόσου σε ποσοστό 50-65% των ασθενών με μεταστάσεις ή και συρρίκνωση των όγκων στο 5-15% αυτών.
Σπινθηρογράφημα υποδοχέων σωματοστατίνης (octreoscan). Αφού είχε προηγηθεί η επιτυχής θεραπεία μεταστατικών καρκινοειδών και άλλων ενδοκρινικών όγκων με οκτρεοτίδη, το ανάλογο αυτό ραδιοσημάνθηκε με 111-Indio με σκοπό τη σπινθηρογραφική τους απεικόνιση.
To 111-Indio είναι ένα ραδιενεργό στοιχείο, που έχει χρόνο υποδιπλασιασμού 2,8 ημέρες και αποβάλλεται ταχέως και κυρίως από τους νεφρούς, ενώ μόνο 2% της δόσης του αποβάλλεται από τα χοληφόρα. Η ταχεία αποβολή του ραδιοφαρμάκου ενδυναμώνει τη σχέση όγκου/υποστρώματος και η μικρή αποβολή του από τα χοληφόρα κάνει εύκολη την ερμηνεία σπινθηρογραφικών εικόνων της κοιλιακής χώρας.
Τo 111-Indio είναι συνδεδεμένο με τη φαινυλαλανίνη του τελικού άκρου της οκτρεοτίδης (111-Indio-Pentetreotide) και κυκλοφορεί στο εμπόριο με την ονομασία octreoscan. To octreoscan έχει το πλεονέκτημα σπινθηρογράφησης ολόκληρου του σώματος, με διακριτική ικανότητα ενός χιλιοστού (1mm) για όγκους πλούσιους σε υποδοχείς σωματοστατίνης. Η απορροφούμενη ακτινοβολία είναι συγκρίσιμη με τιμές άλλων συνήθων απεικονιστικών μεθόδων, όπως η αξονική τομογραφία και η αγγειογραφία. Η ευαισθησία του octreoscan στην εντόπιση τόσο των πρωτοπαθών, όσο και των δευτεροπαθών βλαβών ενδοκρινικών όγκων του πεπτικού (καρκινοειδές, γαστρίνωμα, VIΡωμα, γλυκαγόνωμα και μη λειτουργικοί), κυμαίνεται από 86% έως 100%, με μόνη εξαίρεση το ινσουλίνωμα, το οποίο εντοπίζεται μόνο στο 50-70% των περιπτώσεων. Επιπλέον, το octreoscan μπορεί να αποκαλύψει μεταστάσεις μη αναμενόμενες ή που δεν έχουν αναδειχτεί με άλλες απεικονιστικές μεθόδους.
Οι τομογραφικές εικόνες με SPECT (single photon emission computed tomography) γ-camera κατά τη διάρκεια της σπινθηρογράφησης, επιτρέπουν την ακριβή εντόπιση βλαβών που επιπροβάλλονται στο ήπαρ ή σε άλλα όργανα. Η γνώση εάν τα όργανα αυτά διηθούνται ή όχι, είναι αποφασιστικής σημασίας για την ορθή θεραπευτική διαχείριση των όγκων.
Το σπινθηρογράφημα υποδοχέων σωματοστατίνης, εκτός από την εντόπιση των όγκων και τη σταδιοποίηση της νόσου σε ασθενείς με νευροενδοκρινικούς όγκους, επιτρέπει την επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας. Οι πληροφορίες του octreoscan για την ύπαρξη, αλλά και την πυκνότητα των υποδοχέων της σωματοστατίνης, άλλαξαν ριζικά τη θεραπευτική αντιμετώπιση, όσον αφορά στη χειρουργική επέμβαση, την έναρξη θεραπείας με οκτρεοτίδη ή την αλλαγή της. Η θετική ή μη ανταπόκριση του πρωτοπαθούς όγκου και των μεταστάσεών του στη θεραπεία με οκτρεοτίδη μπορεί να προβλεφθεί, σε μεγάλο βαθμό, από τον αριθμό των υποδοχέων σωματοστατίνης στο octreoscan. Η προγνωστική αξία της μεθόδου κυμαίνεται περί το 100%. Επιπλέον, πολύτιμη είναι η συμβολή του octreoscan και στην παρακολούθηση (follow-up) των ασθενών.
Η δέσμευση των αναλόγων της σωματοστατίνης στα κύτταρα των όγκων εξαρτάται κυρίως από τη χημική τους συγγένεια με τους ειδικούς υποδοχείς της κυτταρικής μεμβράνης. Μέχρι σήμερα, 5 υπότυποι υποδοχέων της σωματοστατίνης έχουν κλωνοποιηθεί και χαρακτηριστεί και η κατανομή τους στο πεπτικό και το νευρικό σύστημα είναι ήδη γνωστή (sst1-sst5). Από τους 5 υπότυπους υποδοχέων της σωματοστατίνης, η οκτρεοτίδη εμφανίζει υψηλή χημική συγγένεια με τους υπότυπους sst2, sst3 και sst5. Το γεγονός ότι η οκτρεοτίδη δεσμεύεται με μεγαλύτερη συγγένεια με υπο-υποδοχείς της σωματοστατίνης (sst2 και sst5), των οποίων η ενεργοποίηση συνδυάζεται με την αντιμιτωτική της δράση, έχει προφανή σημασία.
Χρωμογρανίνη ορού (CgA). Τα νευροενδοκρινικά κύτταρα των όγκων χαρακτηρίζονται ιστολογικά από θετική αντίδραση σε ειδικούς νευροενδοκρινικούς δείκτες, όπως είναι η ειδική ενολάση των νευρώνων (neuron specific enolase NSE), η συναπτοφυσίνη και η χρωμογρανίνη. Οι ουσίες αυτές μπορεί να χρησιμεύσουν όχι μόνο ως καρκινικοί δείκτες για τη διάγνωση, αλλά και για την παρακολούθηση ασθενών με τέτοιους όγκους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη χρωμογρανίνη, η οποία έχει και προγνωστική αξία.
Οι χρωμογρανίνες Α, Β και C, γνωστές και ως «γρανίνες», αποτελούν ειδική ομάδα εκκριτικών πρωτεϊνών, που αποθηκεύονται και εκκρίνονται από τους νευροενδοκρινικούς όγκους. Η χρωμογρανίνη-Α (Chromogranin-A, CgA) ανακαλύφτηκε πρώτη και είναι η περισσότερο μελετημένη γρανίνη στον άνθρωπο. Απομονώθηκε αρχικά από χρωμαφινικά κύτταρα μυελού επινεφριδίων και ανευρίσκεται σχεδόν παντού στο νευροενδοκρινικό σύστημα. Η ανίχνευση της CgA σε ιστούς νευροενδοκρινικών όγκων είναι πλέον εφικτή με τις νεότερες ανοσοϊστοχημικές τεχνικές. Επιπλέον, δεδομένου ότι η CgA βρίσκεται αποθηκευμένη σε αυτούς τους όγκους, η έκκρισή της στην κυκλοφορία χρησιμεύει ως ένας γενικός δείκτης για αρκετές από αυτές τις κλινικές οντότητες.
Για τους νευροενδοκρινικούς όγκους, η CgA, μεταξύ όλων των χρωμογρανινών, αποτελεί σημείο αναφοράς στην ανοσοϊστοχημική ανάλυσή τους. Επιπλέον, τα αυξημένα επίπεδα της CgA στον ορό είναι συχνά διαγνωστικά για μερικούς από αυτούς τους όγκους, ενώ η παρακολούθηση της διακύμανσης αυτών των επιπέδων χρησιμεύσει και ως δείκτης ανταπόκρισης στη θεραπεία. Τα υψηλότερα επίπεδα CgA ορού έχουν βρεθεί σε ασθενείς με μεταστατικούς καρκινοειδείς όγκους του γαστρεντερικού σωλήνα. Σε αντίθεση με το 5υδροξυ-ινδολοξικό οξύ (5-ΗΙΑΑ) που βρίσκεται συνήθως αυξημένο μόνο σε μεταστατικούς καρκινοειδείς όγκους από το μέσο αρχέγονο έντερο, η CgA ορού είναι αυξημένη στο 70-100% των περιπτώσεων, ανεξάρτητα από την εντόπιση του όγκου.
Επιπλέον, η CgA ορού είναι συχνά αυξημένη και χρησιμεύσει ως καρκινικός δείκτης και σε ασθενείς με νευροενδοκρινείς όγκους παγκρέατος. Ωστόσο η διαγνωστική αξία της CgA ορού είναι σχετικά χαμηλότερη σε αυτούς τους όγκους, εκτός των περιπτώσεων με εκτεταμένες ηπατικές μεταστάσεις. Τα γαστρινώματα αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, καθώς ασθενείς με τέτοιους όγκους έχουν πολύ αυξημένα επίπεδα CgA στον ορό, ακόμη και επί απουσίας ηπατικών μεταστάσεων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η υπεργαστριναιμία προκαλεί υπερπλασία των ECL κυττάρων (enterochromaffin like cells) του στομάχου, τα οποία εκκρίνουν CgA.
Η CgA υπερέχει της NSE, του CEA και του 5-ΗΙΑΑ ούρων στην παρακολούθηση των ασθενών με νευροενδοκρινικούς όγκους. Ειδικότερα στους ασθενείς αυτούς τα επίπεδα της CgA σχετίζονται σε ιδιαίτερα σημαντικό βαθμό με την έκταση και την εξέλιξη της νόσου, αντίθετα με την NSE, ενώ τα επίπεδα της CgA σχετίζονται περισσότερο και από το 5-ΗΙΑΑ των ούρων με τον αριθμό και την ένταση των συμπτωμάτων. Επιπλέον, τα σταθερά υψηλά επίπεδα της CgA (> 1000 ng/ml) αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα πτωχής πρόγνωσης σε ασθενείς με καρκινοειδή από το μέσο αρχέγονο έντερο.
Επισημαίνεται ότι οι χρωμογρανίνες ανευρίσκονται με ανοσοϊστοχημεία σε ένα πλήθος όγκων με νευροενδοκρινική διαφοροποίηση, όπως όγκοι υπόφυσης και παραθυρεοειδών, μυελοειδή καρκινώματα θυρεοειδούς, νευροβλαστώματα, φαιοχρωμοκυτώματα, μικροκυτταρικά καρκινώματα πνεύμονα, καρκινώματα προστάτη και νευροενδοκρινικοί όγκοι πεπτικού. Τέλος, θα πρέπει να τονιστεί ότι -ψευδώς αυξημένα επίπεδα CgA ορού μπορεί να μετρηθούν σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, ηπατική ανεπάρκεια, ατροφική γαστρίτιδα και ΙΦΝΕ (ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο εντέρου).
Γενικά
Τα σωματοστατινώματα είναι εξαιρετικά σπάνιοι όγκοι που αναπτύσσονται από τα D-κύτταρα της ενδοκρινούς μοίρας του παγκρέατος. Το σύνδρομο αυτού του όγκου πρωτοπεριγράφτηκε το 1977 σε δύο αναφορές περιπτώσεων, ενώ το πλήρες σύνδρομο (στεατόρροια, διαβήτης, υποχλωρυδρία και χολολιθίαση) αναφέρθηκε 2 χρόνια αργότερα. Η μέση ηλικία κατά τη διάγνωση είναι τα 50 έτη και η κατανομή δεν διαφέρει ανά φύλο. Αυτοί οι όγκοι συχνά ανακαλύπτονται τυχαία κατά τη διερεύνηση ή την επέμβαση για κάποια μη σχετιζόμενη ενόχληση ή πάθηση. Ορισμένοι δέχονται ότι ο όγκος μπορεί να παρατηρηθεί σπάνια στα πλαίσια του συνδρόμου MEN-I, και ότι στις περιπτώσεις αυτές εμφανίζει μικρότερο ποσοστό κακοήθειας.
Παθοφυσιολογία
Η σωματοστατίνη, ως γνωστό, αναστέλλει τις παγκρεατικές και χολικές απεκκρίσεις. Έτσι, οι ασθενείς με σωματοστατίνωμα παρουσιάζονται με χολόλιθους λόγω της μειωμένης συσπαστικότητας της χοληδόχου κύστεως και της μειωμένης έκκρισης χολοκυστοκινίνης, με διαβήτη που οφείλεται στην ανασταλτική επίδραση της σωματοστατίνης στην απελευθέρωση ινσουλίνης και με στεατόρροια που προκαλείται από την αναστολή της έκκρισης παγκρεατικών ενζύμων και διττανθρακικών και τη μειωμένη εντερική απορρόφηση. Σημειώνεται, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, παρατηρείται υπογλυκαιμία, που αποδίδεται στη σύγχρονη έκκριση και άλλων πεπτιδίων από τον όγκο. Εξάλλου δεν είναι σπάνια και άλλα ευρήματα, που οφείλονται στη δράση της σωματοστατίνης ή άλλων πεπτιδίων.
Κλινική εικόνα
Τα κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι ποικίλα και δεν συνάδουν πάντοτε με τα αναμενόμενα αποτελέσματα, υψηλών τιμών της σωματοστατίνης στο αίμα. Οι περισσότεροι ασθενείς παρουσιάζουν ήπιο διαβήτη, ενώ 10% αναφέρουν συμπτώματα υπογλυκαιμίας. Αυτό είναι αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων των ορμονών στον οργανισμό: στην περίπτωση του διαβήτη κυριαρχεί η κατασταλτική επίδραση της σωματοστατίνης στην έκλυση ινσουλίνης, ενώ στους υπογλυκαιμικούς ασθενείς, το κυρίαρχο ανασταλτικό αποτέλεσμα επιδρά στη γλυκαγόνη.
Η κλινική εικόνα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Κάποιοι ασθενείς αναπτύσσουν αποφρακτικό ίκτερο (25%), ο οποίος οφείλεται στην πίεση του όγκου επί του χοληδόχου πόρου, ενώ κάποιοι άλλοι εμφανίζουν διάρροια και χολολιθίαση (19%). Διαβήτης και χολολιθίαση εμφανίζονται σε ποσοστό 60%-70% αντίστοιχα, σε ασθενείς με τέτοιους όγκους. Τα περισσότερα σωματοστατινώματα εξορμούν από το εγγύς πάγκρεας ή από τον παγκρεατοδωδεκαδακτυλικό θύλακο, με τη θηλή Vater και την περιοχή γύρω από αυτή να αποτελούν τις συνηθέστερες θέσεις εντόπισης (60%). Όταν οι όγκοι εντοπίζονται στο 12δάκτυλο, μπορεί να εμφανισθούν συμπτώματα απόφραξης. Ορισμένα δωδεκαδακτυλικά σωματοστατινώματα συσχετίζονται με την πολλαπλή νευροϊνωμάτωση, νόσο του von Recklinghausen.
Διάγνωση
Η διάγνωση τίθεται είτε κατά την ερευνητική λαπαροτομία στη διερεύνηση αρρώστων με κλινική εικόνα ικτέρου, παγκρεατικού όγκου, απόφραξης του λεπτού εντέρου, είτε με τη μέτρηση της σωματοστατίνης του ορού εφόσον υπάρχει το ανάλογο σύνδρομο. Σε αυτές τις περιπτώσεις τιμές σωματοστατίνης >160 pg/mL θεωρούνται διαγνωστικές.
Τα περισσότερα σωματοστατινώματα είναι μονήρη. Έως και το 70% των όγκων αυτών εντοπίζονται στο πάγκρεας. Αν και τα σωματοστατινοεκκριτικά D-κύτταρα βρίσκονται διάχυτα στο πάγκρεας, τα 2/3 των παγκρεατικών σωματοστατινωμάτων εντοπίζονται στην κεφαλή. Οι περισσότεροι από τους εξωπαγκρεατικούς όγκους βρίσκονται στο 12δάκτυλο, στο φύμα του Vater ή στο υπόλοιπο λεπτό έντερο. Τα σωματοστατινώματα συχνά παραμένουν αδιάγνωστα επί χρόνια και, κατά συνέπεια, είναι ευμεγέθη (> 5 cm) κατά τη διάγνωση. Στην πλειονότητά τους (75%) τα σωματοστατινώματα έχουν δώσει μεταστάσεις τη στιγμή της διάγνωσης. Οι όγκοι μπορούν να εντοπισθούν με CT, MRI, αρτηριογραφία ακόμα και σπινθηρογράfημα με ανάλογα σωματοστατίνης (Octreoscan), επειδή τα σωματοστατινώματα περιέχουν λειτουργικούς υποδοχείς σωματοστατίνης,
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι χειρουργική. Το 70%-90% των όγκων είναι κακοήθεις. Οι περισσότεροι όγκοι εντοπίζονται στην ουρά του παγκρέατος και ενδείκνυται η περιφερική παγκρεατεκτομή. Ο εντοπισμός τους σπάνια αποτελεί πρόβλημα, γιατί οι όγκοι είναι συνήθως μεγάλοι. Ηπατικές μεταστάσεις είναι συνήθεις και όποτε είναι δυνατό, πρέπει να αφαιρούνται. Το μεγάλο μέγεθος και η συχνότητα κακοήθειας υπαγορεύουν την εκτομή ως προτιμότερη μέθοδο από την εκπυρήνιση του παγκρεατικού όγκου. Η ύπαρξη μεταστάσεων, πρέπει να αποκλεισθεί εφόσον προγραμματίζεται εκτομή της κεφαλής του παγκρέατος κατά Whipple. Μικροί 12δακτυλικοί όγκοι μπορούν να θεραπευτούν με τοπική αφαίρεση. Κατά την επέμβαση, εκτελείται και χολοκυστεκτομή, είτε ο ασθενής έχει χολολιθίαση είτε όχι, επειδή ακόμη και αν δεν υπάρχει, πιθανόν να εμφανιστεί.