Η κλινική εξέταση του ασθενούς με οξύ κοιλιακό πόνο περιλαμβάνει απαραίτητα την εκτίμηση της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων, όπως για παράδειγμα τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, του αριθμού των σφίξεων και των αναπνοών ανά λεπτό, της μερικής πίεσης του Ο2 και του CO2 στο αρτηριακό αίμα και της θερμοκρασίας του σώματος. Πραγματοποιείται, ακόμα, ακρόαση των πνευμόνων, της καρδιάς και των μεγάλων αγγείων ώστε να αποκλειστούν περιπτώσεις κοιλιακού πόνου από διαταραχές μέσα στο θωρακικό κλωβό (οισοφάγος, πνεύμονες, καρδιά, αορτή). Κατά κανόνα, οι συστηματικές εκδηλώσεις και τα σημεία κυκλοφορικής καταπληξίας (shock) συνοδεύουν τις ταχέως εξελισσόμενες ή προχωρημένες διαταραχές, που χρήζουν άμεσης χειρουργικής επέμβασης.
Να τονιστεί από την αρχή ότι σε ασθενή με κοιλιακό πόνο και οξεία κοιλιά η εσπευσμένη χορήγηση ισχυρών αναλγητικών φαρμάκων για τον πλήρη κατευνασμό του πόνου, προτού ακόμη ολοκληρωθεί η κλινική εξέταση και οριστικοποιηθεί η διάγνωση, όσο κι αν ανθρωπιστικά επιβάλλεται, αποτελεί μείζον ιατρικό σφάλμα, έστω κι αν προσωρινά καταπραΰνει τον πόνο, επειδή μπορεί να συγκαλύψει την κλινική εικόνα και να αποδειχθεί καταστρεπτική στη μετέπειτα πορεία.
Μετά την πλήρη αξιολόγηση του ασθενή, την τεκμηρίωση της διάγνωσης και την οριστικοποίηση του θεραπευτικού σχεδιασμού, δε θα πρέπει να καθυστερεί η τιτλοποιημένη χορήγηση αναλγητικών για την ανακούφιση του πόνου. Σε ελεγχόμενες μικρές δόσεις τα αναλγητικά ούτε αποκρύπτουν κρίσιμα ευρήματα από τη κλινική εξέταση, ούτε τροποποιούν την εξέλιξη. Αντίθετα, μπορεί να φανεί πολλαπλά χρήσιμη γιατί προάγει τη συνεργασία με τον ασθενή κι ακόμα, ενδέχεται άδηλες κοιλιακές μάζες να καταστούν εμφανείς, μόλις υποχωρήσει ο σπασμός των κοιλιακών μυών. Να επισημανθεί ότι ο πόνος που εξακολουθεί και μετά τη χορήγηση ικανών δόσεων ισχυρών αναλγητικών, προοιωνίζει σοβαρή κατάσταση, που συχνά απαιτεί άμεση χειρουργική αντιμετώπιση.
Μόλις οριστικοποιηθεί η ένδειξη για χειρουργείο και εφόσον ο ασθενής είναι αιμοδυναμικά σταθερός, δρομολογούνται αμέσως μέτρα, τα οποία θεωρούνται θεμελιώδη για όλους τους πάσχοντες από οξύ κοιλιακό πόνο. Αυτά περιλαμβάνουν την τοποθέτηση ευρυκάναλου φλεβοκαθετήρα, τη χορήγηση πολυηλεκτρολυτικών υδατικών διαλυμάτων, τη τοποθέτηση ρινικής μάσκας για παροχή οξυγόνου, την έναρξη αντιβιοτικής αγωγής και την αναστολή της γαστρικής έκκρισης με αντιεκκριτικά φάρμακα (ΡΡΙ). Ρινογαστρικός σωλήνας εισάγεται αμέσως σε κάθε ασθενή με αιματέμεση ή εμέτους λόγω εντερικής απόφραξης ή παραλυτικού ειλεού. Η παροχέτευση και αποσυμπίεση του στομάχου προλαμβάνει, επίσης, την εισρόφηση σε καταβεβλημένους ασθενείς σε κωματώδη κατάσταση ή σε ηλικιωμένους με μειωμένο αντανακλαστικό του βήχα, κι ακόμα σε εκείνους με δηλητηρίαση από φάρμακα ή αλκοόλ. Ουροκαθετήρας (Foley) τοποθετείται σε όλους ανεξαιρέτως τους ασθενείς για την παρακολούθηση της ωριαίας διούρησης.
Εάν με την κλινική εξέταση διαπιστωθεί αιμοδυναμική αστάθεια του ασθενή, πρώτη μέριμνα είναι να αποκλειστούν οι άμεσα απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Εάν, για παράδειγμα, από το ιατρικό ιστορικό και την κλινική εξέταση προκύψουν σαφή ευρήματα ρήξης ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής, τότε ο ασθενής διακομίζεται αστραπιαία στο χειρουργείο. Τα μέτρα ανάνηψης και αναζωογόνησης της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων περιλαμβάνουν την τοποθέτηση κεντρικών φλεθοκαθετήρων και την μαζική χορήγηση πολυηλεκτρολυτικών και κολλοειδών υδατικών διαλυμάτων μέσα στη χειρουργική αίθουσα. Οποιαδήποτε καθυστέρηση σε προσπάθεια αποκατάστασης της αρτηριακής πίεσης ή σε απεικονιστικές εξετάσεις για την επιβεβαίωση της διάγνωσης της ρήξης ανευρύσματος, είναι βέβαιο ότι σύντομα θα αποβεί μοιραία για τον ασθενή.
Εάν δεν διαπιστωθεί απειλητική για τη ζωή κατάσταση, παρέχεται χρόνος να προετοιμαστεί κατάλληλα ο ασθενής και η επέμβαση να υλοποιηθεί υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Επί καρδιοαναπνευστικών προβλημάτων οι ασθενείς εκτιμώνται από τους ιατρούς των αντίστοιχων ειδικοτήτων και η φαρμακευτική αγωγή προσαρμόζεται κατάλληλα. Οι διαβητικοί ασθενείς χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η αφυδάτωση και η οξέωση είναι συχνά ευρήματα. Ασθενείς που βρίσκονται σε θεραπεία με κορτικοειδή σε χρόνια βάση, λόγω της προϋπάρχουσας καταστολής του υποφυσεο-επινεφριδιακού άξονα, έχουν ανάγκη χορήγησης ενδοφλεβίως αυξημένων δόσεων κορτιζόνης περιεγχειρητικά, για να ανταποκριθούν στο stress της επέμβασης.
Η προεγχειρητική ετοιμασία των ασθενών περιλαμβάνει την αποκατάσταση των ελλειμμάτων του όγκου των υγρών, της αιμοσφαιρίνης, της οξεοβασικής ισορροπίας και των ηλεκτρολυτών, κυρίως της υπονατριαμίας και της υποκαλιαιμίας. Οι ασθενείς οδηγούνται στο χειρουργείο σε συνθήκες αιμοδυναμικής σταθερότητας, δηλαδή με αρτηριακή πίεση > 100 mmHg, με καρδιακό ρυθμό < 100 σφίξεις το λεπτό και με ωριαία διούρηση > 0.5 ml/kg βάρους σώματος. Αυτό μπορεί να απαιτήσει προεγχειρητικές μεταγγίσεις, αλλά σε κάθε περίπτωση η εξασφάλιση επαρκούς ποσότητας διασταυρωμένου αίματος για πιθανή διεγχειρητική μετάγγιση είναι απαραίτητη. Επίσης, πρέπει να χορηγούνται προεγχειρητικά αντιβιοτικά εναντίον των μικροβίων εκείνων, τα οποία κυρίως εμπλέκονται στην παθοφυσιολογία του οξέος κοιλιακού πόνου (αερόβια και αναερόβια).
Οι ειδικές εξετάσεις ελέγχου της πήξης (αιμοπετάλια, χρόνος προθρομβίνης, χρόνος μερικής θρομβοπλαστίνης και INR) πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών κατά τη φάση της προεγχειρητικής ετοιμασίας. Αυτές πρέπει να αξιολογούνται σχολαστικά σε ασθενείς υπό αντιπηκτική αγωγή με κουμαρίνη από ειδικό αιματολόγο, ώστε να διατηρούνται τα θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα και, εάν χρειαστεί, να διορθώνονται πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Επίσης, η τιμή του χρόνου προθρομβίνης αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της ηπατικής λειτουργίας στα άτομα με προχωρημένη ηπατική νόσο. Επίχρισμα περιφερικού αίματος πρέπει να εξετάζεται από αιματολόγο, εάν από το ιστορικό του ασθενή προκύπτει υποψία αιματολογικής διαταραχής (κίρρωση, πετέχιες, κ.λπ.).
Είναι σημαντικό να επιχειρείται έγκαιρα η διόρθωση των διαταραχών της οξεοβασικής ισορροπίας, κυρίως της μεταβολικής οξέωσης με τη χορήγηση υγρών και διττανθρακικών, επιδίωξη όμως που είναι δύσκολη να επιτευχθεί στους σηπτικούς ασθενείς, όπως για παράδειγμα είναι εκείνοι με νεκρωμένο έντερο. Και βέβαια, όπως ισχύει και για το διαγνωστικό έλεγχο, έτσι και η προεγχειρητική ετοιμασία του ασθενή θα πρέπει να πραγματοποιείται τάχιστα, έτσι ώστε να μη σημειωθεί επικίνδυνη καθυστέρηση στην οριστική θεραπεία στο χειρουργείο.
Τέλος, η συγκατάθεση μετά από κατάλληλη ενημέρωση για την υλοποίηση της χειρουργικής επέμβασης και η αμέριστη εμπιστοσύνη του ασθενή και των οικείων του στο πρόσωπο του θεράποντα γιατρού θεωρούνται παράγοντες sine qua non και αποτελούν βασική προϋπόθεση στην κοινή προσπάθεια για την αποκατάσταση της διαταραγμένης υγείας. Είναι ωφέλιμο και συνετό να συζητηθεί διεξοδικά με τον ασθενή και την οικογένειά του το ενδεχόμενο επεμβάσεων σε πολλαπλά στάδια, προσωρινές ή μόνιμες στομίες, ανικανότητα ή στειρότητα και ο μετεγχειρητικός μηχανικός αερισμός σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).
Η συγκατάθεση, όμως, του ασθενή και των οικείων του μπορεί να ληφθεί με δυσκολία, όταν η διάγνωση δεν είναι απόλυτα βέβαιη, ιδιαίτερα σε νέους ή καταβεβλημένους ή βαριά πάσχοντες ασθενείς. Μια ειλικρινής σε βάθος προεγχειρητική συζήτηση αναφορικά με το διαγνωστικό δίλημμα και τους λόγους που επιβάλλουν τη λαπαροτομία θα περιορίσουν τις μετεγχειρητικές ανησυχίες και θα αποτρέψουν τη διατάραξη των σχέσεων του χειρουργού με τον ίδιο τον άρρωστο και τους οικείους του.