Ο επείγοντας χαρακτήρας του οξέος κοιλιακού πόνου συνιστά ένα συναγερμό για όλη τη θεραπευτική ομάδα. Και όπως κάθε συναγερμός για να αποδώσει προϋποθέτει μέγιστη κινητοποίηση και ελάχιστο πανικό, το ίδιο ισχύει και για το συναγερμό μπροστά στον οξύ κοιλιακό πόνο.
Ο οργανισμός του ασθενή με οξύ κοιλιακό πόνο δέχεται με σφοδρότητα τα ολέθρια επακόλουθα σύνθετων παθολογικών καταστάσεων, όπως είναι: η υποογκαιμία, οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές, οι διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας, η συστηματική φλεγμονώδης αντίδραση, η σηψαιμία, η σηπτική καταπληξία, η έκπτωση της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων, το σύνδρομο του ενδοκοιλιακού διαμερίσματος κ.λπ., οι οποίες όλες μαζί αθροιστικά συμβάλλουν στην καταιγιστική εξάντληση και αποδόμηση των αμυντικών και αντιρροπιστικών προστατευτικών μηχανισμών, που εγγυώνται την ομοιόσταση.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και τα συμπαρομαρτούντα νοσήματα από το ατομικό αναμνηστικό, τα οποία έχουν το δικό τους μερίδιο στην ιδιαίτερα αυξημένη θνητότητα των ασθενών, προπαντός στα άτομα με ηλικία >60 ετών. Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι στους βαριά πάσχοντες ασθενείς υπάρχει πάντα ένα κρίσιμο σημείο στην εξελικτική πορεία της νόσου, μετά το οποίο είναι αδύνατο να αναχαιτιστεί η κατιούσα πορεία προς το χειρότερο και η κατάληξη στο θάνατο.
Μετά την αρχική κλινική εκτίμηση του αρρώστου ο γιατρός καλείται να κατατάξει το συγκεκριμένο ασθενή σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες: α) Στην πρώτη υπάρχει απόλυτη ένδειξη για άμεση προσφυγή στο χειρουργείο για τη διάσωση του ασθενή, οπότε θα πρέπει να κινηθεί τάχιστα η δέουσα διαδικασία, β) Η δεύτερη είναι η ομάδα των ασθενών που έχουν πραγματικά σοβαρό πρόβλημα και πρέπει να εισαχθούν ευθύς αμέσως στο νοσοκομείο για διερεύνηση και θεραπεία, και γ) Η τρίτη είναι οι ασθενείς εκείνοι στους οποίους θα πρέπει να τεκμηριωθεί η διάγνωση της νόσου, για την οποία θα χειρουργηθούν αργότερα.
Τις πιο πολλές φορές όμως (90% των περιπτώσεων), με τη αξιολόγηση των κλινικοεργαστηριακών ευρημάτων και τη διαχρονική παρακολούθηση της εξέλιξης, ο χειρουργός είναι σε θέση να καταλήξει, εάν όχι στην ακριβή διάγνωση, τουλάχιστο στο χαρακτηρισμό της συγκεκριμένης περίπτωσης ως οξεία χειρουργική κοιλιά ή ως μη χειρουργική νόσος. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να επιλέξει τους ασθενείς εκείνους που θα χρειαστούν επείγον χειρουργείο.
Κατά κανόνα, ο διάχυτος οξύς κοιλιακός πόνος , έστω και αν ξεκίνησε σαν τοπικός, έχει σαν κύρια αιτία τη γενικευμένη περιτονίτιδα. Σαφή ευρήματα περιτοναϊκού ερεθισμού όπως είναι η διάχυτη ευαισθησία, η μυϊκή αντίσταση, η σύσπαση του κοιλιακού τοιχώματος και η αναπηδώσα ευαισθησία καταμαρτυρούν πως στο κύτος της κοιλιάς εξελίσσεται σοβαρή βλάβη, η οποία απαιτεί άμεση χειρουργική επιδιόρθωση.
Σε ασθενή με οξύ κοιλιακό πόνο η ωχρότητα του δέρματος, ο υψηλός πυρετός ή υποθερμία, η ταχυκαρδία, η εφίδρωση, η δύσπνοια και η ταχύπνοια δηλώνουν σηψαιμία από κάποια κρίσιμη βακτηριδιακή φλεγμονή, όπως είναι η περιτονίτιδα, η οξεία χολαγγειίτιδα, ο παγκρεατικός φλέγμονας, το ενδοκοιλιακό απόστημα, η οξεία πυελονεφρίτιδα, η μικροβιακή εντερίτιδα και το τοξικό μεγάκολο.
Από τα ευρήματα των απεικονιστικών εξετάσεων, ο ελεύθερος αέρας στην περιτοναϊκή κοιλότητα (πνευμοπεριτόναιο) αποτελεί παθογνωµονικό εύρημα για διάτρηση κοίλου σπλάγχνου και συνιστά απόλυτη ένδειξη για άμεση χειρουργική αντιμετώπιση. Ασθενείς με κοιλιακό πόνο και εικόνα σηπτικού συνδρόμου χωρίς εμφανή εστία λοίμωξης πρέπει, επίσης, να χειρουργούνται το συντομότερο. Επί κλινικής και εργαστηριακής υποψίας για οξεία εντερική ισχαιμία συνεπεία αγγειακής απόφραξης, ενδείκνυται η άμεση προσφυγή στο χειρουργείο.
Πολλές παθήσεις που προκαλούν οξύ κοιλιακό πόνο δε χρειάζονται άμεσα επέμβαση, μολονότι η ενδεδειγμένη οριστική θεραπεία είναι χειρουργική. Πολλές φορές μάλιστα επιβάλλεται η καθυστέρηση της εγχείρησης για ημέρες ή και εβδομάδες. Παραδείγματα αποτελούν η οξεία σκωληκοειδίτιδα και η οξεία χολοκυστίτιδα, όταν έχουν παρέλθει πάνω από 48 ώρες από την έναρξη της φλεγμονής και έχει δημιουργηθεί φλεγμονώδης μάζα (plastron). Στις περιπτώσεις αυτές είναι προτιμότερη, κατ’ αρχάς, η συντηρητική αντιμετώπιση με αντιβιοτικά και η χειρουργική αφαίρεση του πάσχοντος οργάνου σε μεταγενέστερο χρόνο, υπό ευμενέστερες και ασφαλέστερες συνθήκες, όταν πλέον έχει παρέλθει η φλεγμονή.
Σε ένα αξιοσημείωτο αριθμό ασθενών με οξύ κοιλιακό πόνο η διάγνωση της νόσου δε μπορεί να οριστικοποιηθεί με σαφήνεια και συνεπώς ούτε η ένδειξη για χειρουργείο. Οι ασθενείς με διφορούμενη και συγκεχυμένη κλινική εικόνα είναι προτιμότερο να εισάγονται στο νοσοκομείο για παρακολούθηση και επαναξιολόγηση ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Μετά από μερικές ώρες, συνήθως η κλινική εικόνα αποσαφηνίζεται. Ο βύθιος και άτυπος κοιλιακός πόνος που γίνεται συνεχής, εντοπισμένος και συνοδεύεται από ευαισθησία, μυϊκή αντίσταση και σύσπαση, αποτελεί ένδειξη για χειρουργείο. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις τα συμπτώματα ενδέχεται να βελτιωθούν προσωρινά ή και να υποχωρήσουν πλήρως, οπότε ο ασθενής μπορεί να εξέλθει από το νοσοκομείο και να βρίσκεται σε παρακολούθηση τουλάχιστο για 24 ώρες για το ενδεχόμενο να νοσεί από κάποια πάθηση, η εξέλιξη της οποίας δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα και να μην έχουν εκδηλωθεί επαρκή σημεία για την οριστική διάγνωση.
Οι έμπειροι χειρουργοί γνωρίζουν, πως για να προχωρήσουν σε μια επέμβαση, ακόμα και την πιο επείγουσα, πρέπει, εκτός από τις ενδείξεις να μην υπάρχουν και σοβαρές αντενδείξεις, με μοναδική ίσως εξαίρεση τους σοβαρούς τραυματισμούς (π.χ. ρήξεις αγγείων). Μεγαλύτερη προσοχή χρειάζεται σε ορισμένες ομάδες ασθενών με ιδιάζοντα προβλήματα υγείας, που καθιστούν επισφαλή και αφερέγγυα την κλινική εξέταση, όπως ασθενείς με νευρολογική συνδρομή λόγω αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ασθενείς με νοητική υστέρηση, ασθενείς υπό την επήρεια αλκοόλ ή εξαρτιογόνων ουσιών και ανοσοκατασταλμένοι.