Η διάγνωση της πάθησης που προκαλεί τον κοιλιακό πόνο αποτελεί την πεμπτουσία του ιατρικού έργου και υλοποιείται με τη σύγκριση των διαθέσιμων κλινικοεργαστηριακών ευρημάτων, προς όσα τυπικά χαρακτηρίζουν τις παθήσεις. Όταν ο γιατρός την επιτυγχάνει, δοκιμάζει θελκτικό αίσθημα ικανοποίησης, επειδή διαπνέεται από την εδραία πίστη ότι το πρόβλημα υγείας του ασθενή ουσιαστικά έχει λυθεί και η θεραπεία, την οποία ήδη έχει δρομολογήσει, θεμελιώνεται σε στερεή βάση.
H αλματώδης ιατροτεχνολογική πρόοδος των τελευταίων ετών είχε θεμελιακές επιπτώσεις στη διαγνωστική μεθοδολογία. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά είναι σήμερα επιτακτική η ανάγκη αξιολογικής ιεράρχησης του μεγάλου αριθμού των καινοτόμων εξετάσεων, επί των οποίων βασίζεται η διάγνωση του κοιλιακού πόνου. Εξάλλου, από τη διεύρυνση του φάσματος των διαγνωστικών δυνατοτήτων προέκυψε ο κίνδυνος της κατάχρησης της διαγνωστικής έρευνας, η οποία συνιστά και δυνητικό αίτιο ιατρογενούς νόσου.
Αδιαμφισβήτητα, η πρώιμη διάγνωση της πάθησης που προκαλεί τον οξύ κοιλιακό πόνο αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την ομαλή έκβαση του ασθενή. Ο χρόνος, όμως, είναι εξαιρετικά πιεστικός και δεν επιτρέπει την πολυτέλεια των πολλών και χρονοβόρων εργαστηριακών εξετάσεων, που συχνά απαιτούν ημέρες για να ολοκληρωθούν. Ευτυχώς, με εξαίρεση τις κατακλυσμιαίες αιμορραγίες, οι περισσότερες επείγουσες καταστάσεις δίνουν στον κλινικό γιατρό, κάποια άνεση χρόνου, έστω και λίγες τουλάχιστον ώρες, για να ολοκληρώσει τον απαραίτητο διαγνωστικό έλεγχο, να αναθεωρήσει γόνιμα τις διαγνωστικές του σκέψεις και να παρακολουθήσει κριτικά την εξέλιξη του ασθενή.
Αμέσως μετά την ανασκόπηση του ιατρικού ιστορικού και την ολοκλήρωση της κλινικής εξέτασης παραγγέλλονται ορισμένες εργαστηριακές εξετάσεις, ώστε να ολοκληρωθεί ο έλεγχος και να τεθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια η διάγνωση της νόσου. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονισθεί ότι η πλειονότητα των εξετάσεων δεν έχει παθογνωµονικό, αλλά καθοδηγητικό χαρακτήρα και συνήθως επικυρώνουν το πόρισμα της κλινικής εξέτασης. Γι’ αυτό ο κλινικός γιατρός πρέπει να αξιολογεί τις απαντήσεις των εξετάσεων με κριτική σκέψη και να τις συσχετίζει με την κλινική εικόνα του ασθενή, προκειμένου να προσεγγίσει το δυνατόν ακριβέστερα τη διάγνωση της πρωτογενούς βλάβης.