Ο κοιλιακός πόνος ανάλογα με τη χρονιότητα, την ένταση και τους ειδικούς χαρακτήρες διακρίνεται σε οξύ και χρόνιο.
Οξύς κοιλιακός πόνος
Ο οξύς κοιλιακός πόνος είναι το αποτέλεσμα μιας πολυσχιδούς αλληλεπίδρασης νευροδιαβιβαστών και φυσιολογικών διεργασιών. Αποτελεί τη φυσιολογική απάντηση σε βλαπτικό ερέθισμα (χημικό, θερμικό ή μηχανικό). Από βιολογική άποψη θεωρείται σύμπτωμα, το οποίο προκαλείται από ταχέως εξελισσόμενη ή επικείμενη βλάβη των ιστών. Η βλάβη αυτή μπορεί να οφείλεται σε πάθηση ή τραύμα.
Η ένταση του πόνου συνήθως κλιμακώνεται προοδευτικά και κορυφώνεται τις πρώτες 24-72 ώρες. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαβάθμισή του είναι η έκταση της ιστικής βλάβης, η ηλικία του ασθενή και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη, περιορισμένη διάρκεια, έντονη συμπτωματολογία και θορυβώδη συμπεριφορά, η οποία περιλαμβάνει κραυγές, βογκητά, ειδικές στάσεις και έκκληση για άμεση ιατρική παρέμβαση. Ο άρρωστος νοιώθει ότι απειλείται η ζωή και η σωματική του ακεραιότητα. Αν και κατά κανόνα είναι οργανικής αιτιολογίας, πολύ συχνά συνυπάρχει έντονα το ψυχολογικό στοιχείο με διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος (αγωνία, φόβος, εφίδρωση, ταχυκαρδία, υπέρταση). Λογίζεται ως «καλός πόνος» επειδή λειτουργεί ως προστατευτικός μηχανισμός και έχει προειδοποιητική, διαγνωστική και θεραπευτική αξία.
Ο οξύς κοιλιακός πόνος έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
- Προηγείται κάποιο βλαπτικό σύμβαμα (π.χ. τραύμα, φλεγμονή, απόφραξη, ισχαιμία).
- Συνυπάρχει ιστική βλάβη.
- Έχει βραχεία χρονική διάρκεια.
- Αποτελεί φυσιολογικό μηχανισμό άμυνας του οργανισμού, που έλκει την προσοχή στην υποκείμενη εσωτερική παθολογία.
- Παρατηρείται υπερδραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, η οποία χαρακτηρίζεται από ταχυσφυγμία, υπέρταση, ναυτία και ωχρότητα.
- Συνοδεύεται συχνά από ειδικές συμπεριφορές, όπως μορφασμοί, αγωνία, οιμωγές, λεκτική έκφραση του πόνου, επιφυλακτικότητα.
Χρόνιος κοιλιακός πόνος
Θεωρείται ο πόνος εκείνος που εξακολουθεί να υπάρχει και να επιμένει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τον αναμενόμενο χρόνο αποθεραπείας της πάθησης που τον προκάλεσε ή το αναμενόμενο διάστημα επούλωσης ενός τραυματισμού ή παρατείνεται για τουλάχιστον 3-6 μήνες από την αρχική του προσβολή. Συχνά συνοδεύει χρόνιες παθολογικές καταστάσεις στις οποίες είναι, είτε συνεχής είτε υποτροπιάζει ανά διαστήματα για μήνες ή ακόμη για χρόνια και μάλιστα με επιτεινόμενη ένταση κάθε φορά.
Ο χρόνιος πόνος συνήθως δε συσχετίζεται χρονικά ή αιτιολογικά με γενεσιουργούς παράγοντες. Δεν είναι απλά μια προέκταση των οξέων επώδυνων καταστάσεων, που διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά αποτελεί μια αυθύπαρκτη και περίπλοκη οντότητα. Κι ακόμα, η μετάβαση από τον οξύ στο χρόνιο πόνο δεν είναι πάντοτε σαφής ή χρονικά διακριτή.
ίναι η συχνότερη μορφή πόνου που ταλαιπωρεί τους ασθενείς και τους αναγκάζει να επισκέπτονται εξακολουθητικά τις διάφορες δομές υπηρεσιών υγείας. Από βιολογική άποψη θεωρείται ασθένεια και λογίζεται ως «κακός πόνος» επειδή δεν εξυπηρετεί καμία γνωστή βιολογική σκοπιμότητα. Σε αντίθεση με τον οξύ πόνο, ο οποίος αποτελεί μια προειδοποίηση ή ένα προστατευτικό μηχανισμό στην επερχόμενη ιστική βλάβη, ο χρόνιος πόνος δε φαίνεται να εξυπηρετεί το σκοπό αυτό. Τουναντίον μάλιστα, αυτός καταβάλει τον ασθενή και επηρεάζει αρνητικά σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό την ποιότητα και κάθε πτυχή της ζωής του. Έει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, επειδή ο ασθενής αδυνατεί να εργαστεί παραγωγικά και να ενταχθεί δημιουργικά στο κοινωνικό σύνολο.
Οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στον οξύ και το χρόνιο κοιλιακό πόνο αντανακλούν και διαφορετικές αρχές αναφορικά με τον τρόπο διαχείρισης και θεραπείας. Συνήθως απαιτεί πολυπαραγοντική θεραπευτική αντιμετώπιση, αφού τις περισσότερες φορές είναι ανθεκτικός στη θεραπεία με αναλγητικά φάρμακα, όπως είναι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΑ) και τα οπιοειδή.
Ο χρόνιος κοιλιακός πόνος είναι πιο περίπλοκος από τον οξύ και η ανακούφιση δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να δράσουμε στο παθοφυσιολογικό, στον συναισθηματικό, στον κοινωνικό και στον οικονομικό τομέα. Τα επιπλέον στοιχεία, εκτός από την καθαρή παθοφυσιολογία, είναι αυτά που ενισχύουν τον πόνο και καθιστούν τον ασθενή πιο ευάλωτο. Η έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης, η αϋπνία, η ανεπαρκής ή η υπερβολική θεραπεία, ο περιορισμός της δραστηριότητας, η κοινωνική απομόνωση, η απώλεια της εργασίας, η οικονομική ανέχεια, η συνεχής αναζήτηση θεραπείας και η κακή εικόνα που αποκτά για τον εαυτό του ο ασθενής αποτελούν ορισμένα από τα στοιχεία που συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα του χρόνιου πόνου. Συχνά η επώδυνη εμπειρία γίνεται ολοένα και πιο έντονη κυριαρχώντας στην ζωή του ασθενή.
Η χρονιότητα του κοιλιακού πόνου δημιουργεί μια κατάσταση φυσικής, συναισθηματικής, οικονομικής και κοινωνικής έντασης, που κυριαρχεί στον ασθενή και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Οι καταστάσεις αυτές ανατροφοδοτούν τους μηχανισμούς παραγωγής του πόνου και συμβάλλουν ουσιαστικά στην επιδείνωση της αντίληψης του πόνου και στη διαιώνισή του.