2107486937 | Κερασούντος 4, Αθήνα [email protected]

Ο γιατρός επιδιώκει να εξιχνιάσει με τη μεγίστη δυνατή πιθανότητα τη νοσολογική εκείνη οντότητα που είναι υπαίτια για τον κοιλιακό πόνο και μετά να τη διαφοροποιήσει από άλλες παθολογικές καταστάσεις με παρεμφερή κλινική έκφραση, οι οποίες εύλογα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σφαλερές εκτιμήσεις. 

Η διαφορική διαγνωστική αποτελεί το κορυφαίο κομμάτι του κλινικού έργου και συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων θεμάτων της ιατρικής επιστήμης. Στηρίζεται στην αναλυτική διαγνωστική συλλογιστική και συνίσταται στη λογική συστηματοποίηση και συνεκτική αξιολόγηση του σημειολογικού υλικού και των εργαστηριακών ευρημάτων με σκοπό να πιθανολογηθεί με τη μεγίστη δυνατή ακρίβεια η διάγνωση της κατά περίπτωση πάθησης. 

Η ευρύτητα και το πολυσύνθετο του περιεχομένου της διαφορικής διαγνωστικής στον κοιλιακό πόνο είναι κολοσσιαίων διαστάσεων Αλλά και η σημασία της πασίδηλος. Όσο τελειότερα μπορεί να διαφοροδιαγνώσει ο γιατρός, τόσο αποτελεσματικότερος γίνεται στην κλινική πράξη. Ο διαφορισμός του κοιλιακού πόνου απαιτεί σχολαστικότητα κατά τη λήψη του ιστορικού, παρατηρητικότητα κατά την κλινική εξέταση και προϋποθέτει πλούσια κλινική εμπειρία με ευρύτητα γνώσεων. 

Ο κοιλιακός πόνος μπορεί να οφείλεται σε ποικίλες παθήσεις όχι μόνο των κοιλιακών σπλάχνων ή των οπισθοπεριτοναϊκών και ενδοπυελικών οργάνων, αλλά και των οργάνων του θώρακα (καρδιά, πνεύμονες, υπεζωκότας), της σπονδυλικής στήλης και του κεντρικού νευρικού συστήματος. Επιπλέον, μεταβολικές διαταραχές, όπως η οξεία πορφυρία, ενδοκρινικές νόσοι, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, αγγειακές παθήσεις, όπως το ανεύρυσμα της αορτής, λοιμώδη νοσήματα, αλλεργικές αντιδράσεις και νόσοι του συνδετικού ιστού δυνατόν να εκδηλώνονται με κοιλιακό πόνο. Καθήκον του γιατρού είναι να διακρίνει τους ασθενείς εκείνους με μη χειρουργικά αίτια του κοιλιακού πόνου, έτσι ώστε να μην υποβληθούν σε άσκοπα χειρουργεία, που μπορεί να έχουν καταστρεπτικές συνέπειες. 

Οι οξείες παθήσεις της κοιλιάς εκδηλώνονται με ένα ή περισσότερα κλινικά σημεία ή συμπτώματα, τα κυριότερα από τα οποία είναι: ο πόνος, η καταπληξία, ο έμετος, η μυϊκή σύσπαση και η κοιλιακή διάταση. Υπάρχουν και άλλα δευτερεύοντα σημεία, όπως ο πυρετός, η διάρροια, η δυσκοιλιότητα, τα οποία θα πρέπει να συναξιολογηθούν. Η πλειοψηφία, όμως, των παθήσεων εμφανίζουν δύο ή περισσότερα από αυτά τα συμπτώματα, αν και μερικές φορές ο κοιλιακός πόνος μπορεί να είναι το μοναδικό σύμπτωμα. Η αλληλοδιαδοχή και η ένταση με την οποία παρουσιάζονται τα συμπτώματα είναι υψίστης σημασίας. 

Στη διαφοροδιαγνωστική διαδικασία του κοιλιακού πόνου οι ασθενείς, ανάλογα με τα κλινικά συμπτώματα και σημεία, ταξινομούνται σε διάφορα κλινικά πρότυπα. Για κάθε ασθενή χωριστά προκρίνεται το πλέον συμβατό κλινικό πρότυπο, το οποίο εναρμονίζεται καλύτερα με τα συγκεκριμένα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα. Με τον τρόπο αυτό αναζητείται ο πιο συμβατός αιτιοπαθογενετικός μηχανισμός και σχεδιάζεται χωρίς καθυστέρηση η διαγνωστική και θεραπευτική τακτική σε στέρεες βάσεις. 

Κάθε ασθενής με κοιλιακό πόνο εντάσσεται σε ένα από τα ακόλουθα κλινικά πρότυπα, το καθένα από τα οποία υπαγορεύει διαφορετικό τρόπο διαγνωστικής προσπέλασης και θεραπευτικής προσέγγισης:

  1. Διάχυτος κοιλιακός πόνος χωρίς άλλα συμπτώματα ή σημεία.
  2. Περιομφαλικός πόνος.
  3. Κοιλιακός πόνος με εμέτους, κοιλιακή διάταση, χωρίς σύσπαση.
  4. Κοιλιακός πόνος με δυσκοιλιότητα, κοιλιακή διάταση, με λίγους ή καθόλου εμέτους.
  5. Κοιλιακός πόνος με καταπληξία, χωρίς σύσπαση.
  6. Κοιλιακός πόνος με καταπληξία και γενικευμένη σύσπαση.
  7. Κοιλιακός πόνος με εντοπισμένη σύσπαση.

Διάχυτος κοιλιακός πόνος χωρίς άλλα συμπτώματα ή σημεία.

Η διάγνωση της νόσου που παράγει τον κοιλιακό πόνο θα ήταν απλή και εύκολη, εάν ο πόνος εντοπιζόταν και περιοριζόταν πάντοτε πάνω από την ανατομική περιοχή του πάσχοντος οργάνου. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν έχουν πάντοτε έτσι. Για παράδειγμα, ο αρχικός πόνος της οξείας σκωληκοειδίτιδας γίνεται αντιληπτός στο επιγάστριο και περιομφαλικά, ενώ ο πόνος της απόφραξης του εγκαρσίου κόλου στο υπογάστριο, αν και το εγκάρσιο ανατομικά βρίσκεται στο επιγάστριο. Για τους λόγους αυτούς, η τοποδιαγνωστική του πάσχοντος οργάνου ανάλογα με την τοπογραφική κατανομή του πόνου, είναι εξαιρετικά επισφαλής. 

Ο σπλαγχνικός πόνος που εκλύεται από τον ερεθισμό των νευρικών απολήξεων του σπλαγχνικού περιτοναίου και του τοιχώματος των σπλάγχνων, επιτρέπει την καθ’ ύψος τοπογραφική διάκριση. Έτσι, στο επιγάστριο γίνεται αντιληπτός ο πόνος που προέρχεται από το στομάχι, το δωδεκαδάκτυλο, τα χοληφόρα και τη σκωληκοειδή απόφυση, στο μεσογάστριο ο πόνος του λεπτού εντέρου, του εγκαρσίου κόλου και της σκωληκοειδούς, στο δε υπογάστριο ο πόνος από το εγκάρσιο, το κατιόν κόλο, το σιγμοειδές, τα έσω γεννητικά όργανα της γυναίκας και την ουροδόχο κύστη.

Στους ασθενείς που το μοναδικό σύμπτωμα είναι ο διάχυτος κοιλιακός πόνος, συνήθως δεν υποκρύπτεται νόσος χειρουργικής αιτιολογίας που να χρήζει άμεσης επέμβασης. Απαιτείται όμως εξαντλητική εργαστηριακή διερεύνηση και σχολαστική κλινική παρακολούθηση για να αποκλειστεί ενδεχόμενη χειρουργική πάθηση. Τις περισσότερες φορές ο πόνος αυτός οφείλεται σε παθολογικής φύσης καταστάσεις (π.χ. κρίσεις δρεπανοκυτταρικής αναιμίας, πορφυρία).

Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κοιλιακός πόνος αποτελεί το μοναδικό σύμπτωμα κατά την πρώιμη φάση σχεδόν όλων των οξέων παθήσεων της κοιλιάς. Λίγες ώρες μετά την εμφάνιση του πόνου, καθώς εξελίσσεται η νόσος, αποκαλύπτεται όλο το εύρος των συμπτωμάτων που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη πάθηση. Η πιο ενδεδειγμένη τακτική στις περιπτώσεις αυτές είναι η επαναξιολόγηση των ασθενών ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Για παράδειγμα, εάν σε ασθενή ο πόνος αποτελεί το μοναδικό αρχικό σύμπτωμα στο επιγάστριο, το οποίο ακολούθως μετατοπίζεται στο δεξιό υποχόνδριο και προβάλλεται στην κάτω γωνία της δεξιάς ωμοπλάτης, τότε η πιο πιθανή πάθηση είναι ο κωλικός των χοληφόρων.

Περιομφαλικός πόνος 

Οι κυριότερες παθήσεις που εκλύουν πόνο στο κέντρο της κοιλιάς, δηλαδή γύρω από τον ομφαλό, είναι οι ακόλουθες: ο  κωλικός  του λεπτού εντέρου όπως συμβαίνει στη γαστρεντερίτιδα, η οξεία σκωληκοειδίτιδα στην πρώιμη φάση, η απόφραξη του λεπτού εντέρου στα αρχικά στάδια, η οξεία παγκρεατίτιδα και η οξεία έμφραξη των μεσεντερίων αγγείων από θρόμβωση ή εμβολή. Πέρα από αυτές τις παθήσεις, ορισμένες εξωκοιλιακές παθολογικές καταστάσεις ενδέχεται να εκδηλωθούν με περιομφαλικό κοιλιακό πόνο και να παρασύρουν το γιατρό σε λαθεμένες διαγνώσεις. Τέτοιες παθήσεις για παράδειγμα είναι: η νωτιάς φθίση (Tabes Dorsalis), ο έρπης ζωστήρας, η θρόμβωση των στεφανιαίων αγγείων ή ακόμα και το γλαύκωμα.

Ο χρυσός κανόνας στις περιπτώσεις αυτές του κοιλιακού πόνου που απουσιάζουν τα άλλα κλινικά ευρήματα, είναι να επανεξετάσουμε τον ασθενή μετά από 2 έως 3 ώρες. Είναι βέβαιο ότι σε κάθε οξεία πάθηση, στο μεσοδιάστημα αυτό θα εμφανιστούν και άλλα κλινικά σημεία ή συμπτώματα, όπως έμετοι, πυρετός, τοπική ευαισθησία, βάσει των οποίων θα στοιχειοθετηθεί η φύση της νόσου.

Για παράδειγμα στην οξεία σκωληκοειδίτιδα, λίγες ώρες μετά την αρχική εκδήλωση του περιομφαλικού πόνου θα εκδηλωθεί ναυτία ή έμετος και θα ακολουθήσει ευαισθησία στο δεξιό λαγόνιο βόθρο, που θα συνοδεύεται από ήπιο πυρετό. Σε πυελική θέση της σκωληκοειδούς απόφυσης ο πόνος στο δεξιό λαγόνιο βόθρο θα καθυστερήσει να εμφανιστεί, αλλά με τη δακτυλική εξέταση δια του ορθού θα διαπιστωθεί τοπική ευαισθησία κατά τη ψηλάφηση του πυελικού περιτοναίου. 

Σε απλό κωλικό του λεπτού εντέρου που μπορεί να οφείλεται σε κατανάλωση δύσπεπτων ή μολυσμένων τροφών, ο πόνος υφίεται με την πίεση και συνοδεύεται από έντονους βορβορυγμούς. Στην κλινική πρακτική συνηθίζεται με μεγάλη ευκολία κάθε κοιλιακός πόνος, στην αρχή τουλάχιστον, να αποδίδεται σε κατανάλωση αλλοιωμένων τροφών.

Κοιλιακός πόνος με εμέτους, κοιλιακή διάταση, χωρίς σύσπαση

Το κλινικό αυτό πρότυπο περιλαμβάνει την κλασσική τετράδα συμπτωμάτων και σημείων: κωλικοειδής πόνος, έμετοι, κοιλιακή διάταση και επίσχεση αποβολής αερίων και κοπράνων. Συνήθως οφείλεται σε εντερική απόφραξη, οι συχνότερες αιτίες της οποίας είναι: οι συμφύσεις, η συστροφή του εντέρου, οι περισφιγμένες κήλες, τα νεοπλάσματα, τα ξένα σώματα, ο εγκολεασμός,  οι φλεγμονώδεις νόσοι, τα αποστήματα και η ψευδοαπόφραξη. 

Η εμφάνιση εμέτου στην αρχική φάση κάθε ενδοκοιλιακής πάθησης είναι αρκετά συνήθης. Όμως, οι επαναλαμβανόμενοι και επιμένοντες έμετοι χαρακτηρίζουν κυρίως την απόφραξη του λεπτού εντέρου και τη διάχυτη περιτονίτιδα, στην οποία συνυπάρχει και σύσπαση. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις υπάρχει και κοιλιακή διάταση, η οποία εξελίσσεται  ταχύτερα στην περιτονίτιδα.

Ο κοιλιακός πόνος που συνοδεύεται από πολλούς εμέτους και χωρίς σύσπαση μπορεί να οφείλεται σε οξεία γαστρίτιδα. Προτού όμως αποδοθούν οι έμετοι σε μια απλή γαστρίτιδα, θα πρέπει να αποκλειστούν άλλες σοβαρές παθήσεις, όπως για παράδειγμα είναι η απόφραξη της αρχικής μοίρας του λεπτού εντέρου. 

Όσο νωρίτερα εμφανιστούν οι έμετοι από την έναρξη του κοιλιακού πόνου, τόσο υψηλότερα εντοπίζεται το μηχανικό κώλυμα. Εάν οι έμετοι δεν είναι τόσο συχνοί και η διάταση της κοιλιάς αυξάνει προοδευτικά, το κώλυμα εστιάζεται στον τελικό ειλεό. Οι έμετοι εντερικής χροιάς και οσμής φανερώνουν απόφραξη από πολλές ώρες. Επίσης, η τοπογραφική εντόπιση του πόνου είναι σε αντιστοιχία με την πιθανή θέση του κωλύματος. Τέλος,  η ανάσχεση της αποβολής αερίων και κοπράνων αποτελούν σαφή ένδειξη απόφραξης του παχέος εντέρου. Οι απλές ακτινογραφίες κοιλιάς, και μάλιστα σε κατακλιμένη  ύπτια θέση, μπορούν να αναδείξουν με μεγάλη ακρίβεια την περιοχή του κωλύματος. 

Κοιλιακός πόνος με δυσκοιλιότητα, κοιλιακή διάταση, με λίγους ή καθόλου εμέτους.

Ο κοιλιακός πόνος που συνοδεύεται από δυσκοιλιότητα, διάταση της κοιλιάς και με λίγους ή καθόλου εμέτους συνήθως οφείλεται σε απόφραξη του παχέος εντέρου και ειδικά του σιγμοειδούς. Εάν όμως σε ασθενή με κοιλιακό πόνο, δυσκοιλιότητα και κοιλιακή διάταση εμφανιστούν επαναλαμβανόμενοι έμετοι, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε απόφραξη του παχέος εντέρου επί εδάφους ανεπαρκούς σύγκλισης της ειλεοτυφλικής βαλβίδας. Στην περίπτωση αυτή, η ανεπαρκής βαλβίδα επιτρέπει την ανάδρομη μετάδοση της αυξημένης ενδοαυλικής πίεσης προς το τελικό ειλεό και την εκδήλωση συμπτωμάτων, όμοια με εκείνα που εκδηλώνονται στην απόφραξη του λεπτού εντέρου.

Εάν το παραπάνω κλινικό πρότυπο εκδηλώνεται σε ηλικιωμένο ασθενή και η κοιλιακή διάταση εξελίσσεται γρήγορα, τότε θα πρέπει να υποψιαστούμε τη συστροφή του σιγμοειδούς. Στις περιπτώσεις αυτές η απλή ακτινογραφία της κοιλιάς αποκαλύπτει την υποκείμενη πάθηση.

Πριν από κάθε εγχείρηση για αποφρακτικό ειλεό θα πρέπει να ελέγχεται η  λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος και η μορφολογία των νεφρών. Η ουραιμία ανεξαρτήτου αιτιολογίας (π.χ. πολυκυστικοί νεφροί, αποφρακτική ουροπάθεια, πυονέφρωση, νεφρίτιδα) μπορεί να είναι αιτία πολλών εμέτων και μεγάλης κοιλιακής διάτασης.

Κοιλιακός πόνος με καταπληξία, χωρίς σύσπαση.

Ο κοιλιακός πόνος από μόνος του δεν προκαλεί καταπληξία, σύμφωνα με τα κριτήρια που αυτή ορίζεται. Ενώ στην αρχή της διάτρησης του πεπτικού έλκους ή του κωλικού των χοληφόρων ο ασθενής έχει ταχυκαρδία και είναι κάτωχρος, η αρτηριακή πίεση συνήθως κυμαίνεται σε φυσιολογικά επίπεδα ή είναι αυξημένη, επειδή ελευθερώνονται στην κυκλοφορία κατεχολαμίνες. Η εμφάνιση καταπληξίας αμέσως μετά την έναρξη του κοιλιακού πόνου ή λίγες ώρες μετά, συνήθως υποδηλώνει ταχεία ελάττωση του ενδαγγειακού όγκου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ενδοκοιλιακή απώλεια υγρών ή αίματος. 

Οι συνηθέστερες παθήσεις που παράγουν κοιλιακό πόνο που συνοδεύεται από καταπληξία, ωχρότητα, χαμηλή αρτηριακή πίεση και χωρίς μυϊκή σύσπαση είναι η οξεία νεκρωτική παγκρεατίτιδα, η θρόμβωση της μεσεντερίου αρτηρίας, η ρήξη του κοιλιακού ανευρύσματος, η ενδοκοιλιακή αιμορραγία, η ρήξη εξωμητρίου κύησης και το έμφραγμα του μυοκαρδίου. Λιγότερο συχνά αίτια είναι το αορτοεντερικό συρίγγιο, η ρήξη μήτρας, η διάχυτη περιτονίτιδα, η παραμελημένη εντερική απόφραξη και η νέκρωση του εντέρου. Με εξαίρεση το έμφραγμα του μυοκαρδίου και την οξεία νεκρωτική παγκρεατίτιδα, που δεν χρειάζονται εξαρχής άμεση χειρουργική θεραπεία, όλες οι άλλες απαιτούν επείγουσα λαπαροτομία.

Στη κατηγορία των ασθενών με οξύ κοιλιακό πόνο και καταπληξία δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμος χρόνος για διεξοδική εργαστηριακή διερεύνηση και, δυστυχώς, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις απώλειας ασθενών στην προσπάθεια πραγματοποίησης μιας αξονικής τομογραφίας ή άλλης διαγνωστικής εξέτασης. Πρωταρχικό μέλημα στις περιπτώσεις αυτές είναι η άμεση έναρξη της ανάνηψης και αναζωογόνησης της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), για να οδηγηθεί ο ασθενής το γρηγορότερο στο χειρουργείο υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. 

Κοιλιακός πόνος με καταπληξία και γενικευμένη σύσπαση.

Ο διάχυτος κοιλιακός πόνος που συνοδεύεται από καταπληξία (shock)και καθολική σύσπαση του κοιλιακού τοιχώματος κατά κανόνα οφείλεται σε γενικευμένη περιτονίτιδα. Αποτελεί το  δραματικότερο και ευτυχώς το λιγότερο συχνό πρότυπο του οξέος κοιλιακού πόνου. Η καταπληξία συνήθως οφείλεται σε απώλεια μεγάλης ποσότητας υγρών από τον ενδαγγειακό χώρο, που σαν αιτία μπορεί να έχει τους εμέτους, τις διάρροιες ή την απώλεια των υγρών στο τρίτο χώρο (περιτοναϊκή κοιλότητα, εντερικός αυλός).

Οι συνηθέστερες παθήσεις που προκαλούν γενικευμένη περιτονίτιδα είναι  η διάτρηση πεπτικού έλκους και του παχέος εντέρου, η παραμελημένη οξεία σκωληκοειδίτιδα, η βαριά χολοκυστίτιδα  και η ρήξη ενδοκοιλιακού αποστήματος. 

Ο ασθενής παρουσιάζει αβάστακτο κοιλιακό πόνο και εμφανίζει τη χαρακτηριστική εικόνα του βαρέως πάσχοντος σηπτικού ασθενούς με το αγωνιώδες «Ιπποκράτειο προσωπείο». Παραμένει ακίνητος στη κλίνη με τους μηρούς σε κάμψη και αποφεύγει τις μετακινήσεις του σώματος. Υιοθετεί επιπόλαια θωρακική αναπνοή, αποφεύγει τη βαθιά αναπνοή, το βήχα και γενικά τις κινήσεις του διαφράγματος. Χαρακτηρίζεται από βαριά υποογκαιµία, είναι κάτωχρος, κάθιδρος και ψυχρός, με υπόταση, ολιγουρία ή ανουρία. 

Συνοδεύεται από παραλυτικό ειλεό και κατά την ακρόαση απουσιάζουν παντελώς οι εντερικοί ήχοι. Η κοιλιά είναι διατεταμένη και συνήθως συνυπάρχουν έμετοι, πυρετός και λευκοκυττάρωση. Αξιόλογο διαφορικό στοιχείο αποτελεί η ανεύρεση της θερμοκρασίας του ορθού υψηλότερη κατά 1 έως 2,5 βαθμούς της αντίστοιχης της μασχάλης.  

Εκτός από τον κοιλιακό πόνο, άλλα συνοδά ευρήματα είναι το συνεσπασμένο και σκληρό «σαν πέτρα» κοιλιακό τοίχωμα, η έντονη κοιλιακή ευαισθησία και η αναπηδώσα ευαισθησία στη ψηλάφηση. Επισημαίνεται ότι, στην καταπληξία ενδέχεται να λείπει η μυϊκή σύσπαση και το κοιλιακό τοίχωμα να είναι χαλαρό. 

Αν και η κλινική εικόνα είναι χαρακτηριστική, η διάγνωση της περιτονίτιδας μπορεί να διαλάθει από λιγότερο έμπειρους γιατρούς, κυρίως σε γηριατρικούς ασθενείς ή σε ασθενείς που ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες (παχυσαρκία, κύηση, ανοσοκαταστολή, κακώσεις νωτιαίου μυελού, ασθενείς σε κώμα ή καταστολή, μετεγχειρητική περίοδος). 

Επειδή τις πιο πολλές φορές οι ασθενείς προσέρχονται με σημαντική καθυστέρηση και σε προχωρημένο στάδιο σηπτικής καταπληξίας, θα πρέπει να γίνουν έγκαιρα εντατικές προσπάθειες αναζωογόνησης της λειτουργίας των ζωτικών οργάνων και να οδηγούνται το δυνατό συντομότερα στο χειρουργείο. Με μέση λαπαρατομία διανοίγεται το κοιλιακό τοίχωμα και αφού οριστικοποιηθεί η διάγνωση, εφαρμόζεται η ενδεδειγμένη θεραπεία.

Κοιλιακός πόνος με εντοπισμένη σύσπαση

Το κλινικό αυτό πρότυπο χαρακτηρίζεται από κοιλιακό πόνο, ευαισθησία και μυϊκή σύσπαση, που οριοθετείται σε ένα συγκεκριμένο μέρος της κοιλιάς. Είναι το πιο συχνό κλινικό πρότυπο και συνάμα το πλέον δύσκολο στη διάγνωση. 

Οι συχνότερες παθήσεις που εκδηλώνονται με εντοπισμένο κοιλιακό πόνο, ευαισθησία και σύσπαση είναι αυτές που προκαλούν τοπική περιτονίτιδα, όπως για παράδειγμα είναι: η οξεία σκωληκοειδίτιδα,  χολοκυστίτιδα, εκκολπωματίτιδα, παγκρεατίτιδα και τα περιχαρακωμένα αποστήματα. 

Τις πιο πολλές φορές, η εντοπισμένη περιτονίτιδα δεν αποτελεί ένδειξη για επείγον χειρουργείο. Εξαίρεση αποτελεί η οξεία σκωληκοειδίτιδα, για την οποία η σκωληκοειδεκτομή στην οξεία φάση αποτελεί τη θεραπεία πρώτης επιλογής.  Για τις άλλες παθήσεις, η παρακολούθηση σε συνδυασμό με την ενυδάτωση και την αντιμικροβιακή θεραπεία αποτελούν το χρυσό κανόνα. Τελευταία, οι λαπαροσκοπικές μέθοδοι, τόσο για τις παθήσεις της σκωληκοειδούς όσο και της χοληδόχου κύστης, καθώς και η διαδερμική παροχέτευση των περιχαρακωμένων αποστημάτων κερδίζουν συνεχώς έδαφος, ως προς την πρώιμη θεραπευτική προσέγγιση στην οξεία φάση.

Ανάλογα με τη θέση που εντοπίζονται τα προαναφερόμενα συμπτώματα στην κοιλιακή χώρα διακρίνουμε τα πιο κάτω κλινικά πρότυπα:

Πόνος στο δεξιό υποχόνδριο με σύσπαση: Εάν ο θώρακας είναι ελεύθερος ευρημάτων, τα συμπτώματα αυτά κατά κύριο λόγο οφείλονται, είτε σε οξεία χολοκυστίτιδα είτε σε διάτρηση πεπτικού έλκους. Πολλές φορές είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς αυτές τις δύο παθήσεις.

Πόνος στο αριστερό υποχόνδριο με σύσπαση: Σπάνια εκδηλώνεται περιτονίτιδα μόνο στο αριστερό υποχόνδριο, το οποίο θεωρείται «σιωπηρό». Οι πιο συχνές παθήσεις που εκδηλώνονται με πόνο και σύσπαση στο αριστερό υποχόνδριο είναι η οξεία παγκρεατίτιδα, η αυτόματη ρήξη του σπλήνα, η διαφυγή αίματος από ραγέν ανεύρυσμα της σπληνικής αρτηρίας, η ρήξη εκκολπώματος της νήστιδας και η διάτρηση γαστρικού έλκους.  

Πόνος στο δεξιό λαγόνιο βόθρο με σύσπαση: Η οξεία σκωληκοειδίτιδα αποτελεί την συχνότερη αιτία των συμπτωμάτων αυτών στο δεξιό λαγόνιο βόθρο. Ωστόσο, ελλοχεύουν πολλές διαγνωστικές παγίδες, γιατί τα ίδια συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε παθήσεις του παγκρέατος, της χοληδόχου κύστης, του 12δακτύλου, του δεξιού νεφρού, της μεκελείου απόφυσης, των ειλεοκολικών λεμφαδένων, της τελικής μοίρας του ειλεού και των έσω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.

Πόνος στον αριστερό λαγόνιο βόθρο με σύσπαση: Η συχνότερη αιτία εντοπισμένης περιτονίτιδας στον αριστερό λαγόνιο βόθρο αποτελεί η οξεία εκκολπωματίτιδα. Η φλεγμονή σε ένα εκκόλπωµα μπορεί να επεκταθεί στο γειτονικό περιτόναιο, στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο και να σχηματιστεί απόστημα. Τα κύρια συμπτώματα της οξείας εκκολπωματίτιδας είναι ο κοιλιακός πόνος, η ευαισθησία κατά τη ψηλάφηση και μερικές φορές μυϊκή σύσπαση. Ο πόνος και η ευαισθησία στο αριστερό λαγόνιο βόθρο μπορεί, επίσης, να οφείλεται σε Crohn κολίτιδα, σε νεόπλασμα του αριστερού κόλου, σε πυελίτιδα και σε πλευρίτιδα του αριστερού ημιθωρακίου.

Πόνος στο υπογάστριο με σύσπαση: Ο πόνος στο υπογάστριο που συνοδεύεται από σύσπαση, στα μεν νεαρά άτομα οφείλεται σε διάτρηση της σκωληκοειδούς απόφυσης, στα δε ηλικιωμένα άτομα  σε διάτρηση εκκολπώματος του σιγμοειδούς. Τα ίδια συμπτώματα μπορεί να οφείλονται και σε παθήσεις των έσω γεννητικών οργάνων της γυναίκας (μήτρα, ωοθήκες, σάλπιγγες)

error: ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟ!!