Tι είναι η δυσπεψία – Ορισμός
Ο όρος δυσπεψία χρησιμοποιείται από τους ασθενείς για να περιγράψουν το αίσθημα βάρους ή πόνου που εντοπίζονται στο επιγάστριο και αποδίδονται «σε κακή πέψη της τροφής». Η δυσπεψία περιλαμβάνει επίσης συμπτώματα, όπως αίσθημα πληρότητας στο επιγάστριο, πρώιμο κορεσμό, ερυγές ή ναυτία. Η δυσπεψία, ανάλογα αν αυτή οφείλεται σε πάθηση ενός οργάνου ή σε λειτουργικές διαταραχές, διακρίνεται σε «οργανική» και «λειτουργική».
Η λειτουργική δυσπεψία είναι χρόνια, υποτροπιάζουσα λειτουργική διαταραχή, που εκδηλώνεται με κοιλιακό πόνο ή δυσφορία στο επιγάστριο και δεν συνοδεύεται από βιοχημικές διαταραχές, ανατομικές ή ιστολογικές βλάβες του ανώτερου πεπτικού σωλήνα. Συνήθως εμφανίζεται ή επιδεινώνεται με τη λήψη τροφής και η έναρξή της δεν σχετίζεται με διαταραχή του ρυθμού των κενώσεων ή της σύστασης των κοπράνων, ούτε βελτιώνεται με την αφόδευση ή την αποβολή αερίων.
Η διάγνωση της λειτουργικής δυσπεψίας στηρίζεται στο συνδυασμό ανεύρεσης των τυπικών συμπτωμάτων και τον αποκλεισμό οργανικών νόσων του ανώτερου πεπτικού σωλήνα (οργανική δυσπεψία).
Διαγνωστικά κριτήρια της Ρώμης για τη λειτουργική δυσπεψία
- Ιστορικό τουλάχιστον τριών μηνών (όχι κατ’ ανάγκη συνεχώς) τους τελευταίους 6 μήνες.
- Συνεχής ή διαλείποντας πόνος ή δυσφορία στο επιγάστριο.
- Αποκλεισμός οργανικού νοσήματος στο πεπτικό σύστημα.
- Η δυσπεψία δεν ανακουφίζεται με την αφόδευση και η έναρξη των συμπτωμάτων δεν συσχετίζεται με μεταβολή της συχνότητας των κενώσεων ή της συστάσεως των κοπράνων (π.χ. ευερέθιστο έντερο).
Πόσο συχνή είναι η δυσπεψία
Επιδηµιολογικές µελέτες έδειξαν ότι ο επιπολασµός των δυσπεπτικών ενοχληµάτων είναι 25% περίπου στο γενικό πληθυσµό. Μεταξύ των πασχόντων το 60% έπασχε από λειτουργική δυσπεψία, ενώ στο υπόλοιπο 40% υπήρχε οργανική νόσος υπεύθυνη για τα δυσπεπτικά ενοχλήµατα. Στους ασθενείς αυτούς η συχνότητα πεπτικού έλκους ήταν 10-20% και καρκίνου του στοµάχου 2% περίπου.
Παρά το ότι λιγότεροι από τους µισούς ασθενείς επισκέπτονται το γιατρό, 2-5% των επισκέψεων σε οικογενειακούς γιατρούς έχει σαν αιτία τη δυσπεψία, ενώ το κόστος της νόσου είναι ιδιαίτερα υψηλό αν συνυπολογισθούν και οι ηµέρες απουσίας των πασχόντων από την εργασία. Παράγοντες που σχετίζονται µε την αναζήτηση ιατρικής βοήθειας είναι η βαρύτητα των συµπτωµάτων, η µεγάλη ηλικία, ο φόβος για σοβαρό νόσηµα, η χαµηλή κοινωνικοοικονοµική κατάσταση, το οικογενειακό ιστορικό νεοπλασίας και ψυχολογικοί παράγοντες. Παρά τον ήπιο γενικά χαρακτήρα των συµπτωµάτων, η δυσπεψία επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Κατάταξη δυσπεψίας
Οι δυσπεπτικοί ασθενείς κατατάσσονται σε τρεις ομάδες ανάλογα με την αιτιολογία των συμπτωμάτων τους. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει ασθενείς που πάσχουν από οργανικό νόσημα, το οποίο ευθύνεται για τα συμπτώματα, όπως π.χ. πεπτικό έλκος, καρκίνος στομάχου, χρονία παγκρεατίτιδα, φάρμακα. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται ασθενείς με εργαστηριακά ευρήματα ή παθοφυσιολογικές διαταραχές, με αμφίβολη όμως συσχέτιση με τα συμπτώματα, όπως π.χ. χολολιθίαση, υποκινητικότητα του στομάχου, λοίμωξη από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Τέλος, στην τρίτη ομάδα δεν αναγνωρίζεται καμιά οργανική βλάβη ή λειτουργική διαταραχή. Οι ασθενείς της πρώτης ομάδας πάσχουν από οργανική δυσπεψία, ενώ οι ασθενείς της δεύτερης και τρίτης οµάδας πάσχουν από λειτουργική δυσπεψία.
Οργανικά αίτια της δυσπεψίας
- Πεπτικό έλκος
- Γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση
- Νεοπλάσματα
- Γαστροπάρεση
- Λιθίαση χοληφόρων
- Παγκρεατίτιδα
- Δυασαπορρόφηση υδατανθράκων
- Παρασιτώσεις
- Χρήση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών
- Κοιλιάγχη
- Κοιλιοκάκη
- Διηθητικά νοσήματα (ν. Crohn, Σαρκοείδωση)
- Συστηματικά νοσήματα (Σάκχαρο, κολλαγονώσεις, νεφρική, καρδιακή, ηπατική ανεπάρκεια)
Ποιοι είναι οι εκλυτικοί παράγοντες της δυσπεψίας
Ψυχολογικοί παράγοντες (stress) και ορισµένες τροφές έχουν ενοχοποιηθεί για την εµφάνιση δυσπεπτικών ενοχληµάτων. Οι δυσπεπτικοί ασθενείς εµφανίζουν συχνότερα κατάθλιψη, αγχώδη νεύρωση, διαταραχές προσωπικότητας και επιθετικότητα. Έχουν επίσης την τάση να είναι περισσότερο απαισιόδοξοι συγκριτικά µε τους µάρτυρες. Οι ψυχιατρικές αυτές διαταραχές επηρεάζουν την αντίληψη των σωµατικών συµπτωµάτων, όπως και τον τρόπο παρουσίασής τους από τον ασθενή.
Οι περισσότεροι ασθενείς µε λειτουργική δυσπεψία συσχετίζουν τα συµπτώµατά τους µε τη λήψη τροφής, ιδιαίτερα πολύ λιπαρών γευµάτων. Πειραµατικά και κλινικά δεδοµένα δείχνουν ότι η έγχυση λίπους στο δωδεκαδάκτυλο ή δίαιτα πλούσια σε λίπος προκαλούν συχνότερα την εµφάνιση δυσπεπτικών συµπτωµάτων σε ασθενείς µε λειτουργική δυσπεψία σε σύγκριση µε τους υγιείς µάρτυρες. Επιπλέον, ορισµένες µελέτες έχουν δείξει ότι η µείωση του προσλαµβανοµένου λίπους µε την τροφή βελτιώνει τα συµπτώµατα των δυσπεπτικών ασθενών.
Τροφές που δρουν σαν εκλυτικοί παράγοντες της δυσπεψίας
- Κρεμμύδι
- Καρυκεύματα
- Καφές
- Αεριούχα ποτά
- Χυμός κίτρου
- Λιπαρά φαγητά
- Μαγιονέζα
- Ξηροί καρποί
- Σοκολάτα
- Ψάρι
Ποιες είναι οι αιτίες της δυσπεψίας
Η αιτιοπαθογένεια της λειτουργικής δυσπεψίας παραµένει ασαφής. Διάφοροι παράγοντες και παθοφυσιολογικοί µηχανισµοί πιθανόν εµπλέκονται στη δηµιουργία του επιγαστρικού πόνου και της δυσφορίας στο επιγάστριο στους δυσπεπτικούς ασθενείς.
Διαταραχές της κινητικότητας του στοµάχου: Μελέτες κένωσης του στοµάχου µε τη χρήση ραδιοσεσηµασµένου γεύµατος ή µε δοκιµασία εκπνεόµενου 13C02, µανοµετρικές και ηλεκτρογαστρογραφικές µελέτες έχουν δείξει ποικίλες διαταραχές της κινητικότητας του στοµάχου σε ασθενείς µε λειτουργική δυσπεψία.
Το 30% των δυσπεπτικών ασθενών παρουσιάζει καθυστερηµένη κένωση του στοµάχου και υποκινητικότητα του άντρου µετά από χορήγηση στερεού γεύµατος. Οι δυσπεπτικοί ασθενείς µε καθυστερηµένη γαστρική κένωση αναφέρουν συχνότερα έντονη µεταγευµατική πληρότητα στο επιγάστριο, ναυτία και έµετο.
Ο στόµαχος προσαρµόζεται φυσιολογικά κατά τη λήψη γεύµατος, χαλαρώνοντας την εγγύς µοίρα του (θόλος). Αυξάνει δηλαδή τον όγκο χωρίς περαιτέρω αύξηση της πιέσεως µε σκοπό να προσφέρει µια δεξαµενή που θα αποθηκεύσει την προσλαµβανόµενη τροφή. Σε ασθενείς µε δυσπεψία υπάρχει µειωµένη χάλαση του εγγύς στοµάχου µετά από γεύµα. Επιπλέον, ραδιοϊσοτοπικές και υπερηχογραφικές µελέτες σε δυσπεπτικούς ασθενείς έδειξαν ανώµαλη κατανοµή της τροφής στις διάφορες µοίρες του στοµάχου µε συσσώρευση της τροφής στο άντρο. Η επίπτωση της διαταραγµένης προσαρµογής του στοµάχου στο γεύµα είναι περίπου 40% στους πάσχοντες από δυσπεψία και σχετίζεται µε την εµφάνιση πρώιµου κορεσµού.
Τέλος, οι δυσπεπτικοί ασθενείς παρουσιάζουν αρκετά συχνά κινητικές διαταραχές και συµπτώµατα σε πολλά τµήµατα του πεπτικού σωλήνα, όπως διαταραχή του χρόνου διάβασης του εντέρου και συµπτωµατολογία ευερεθίστου εντέρου.
Χαµηλός ουδός σπλαγχνικού πόνου: Η δυσπεψία αποδίδεται στην πρωτοπαθή διαταραχή της αισθητικότητας. Η διαταραχή αυτή µπορεί να περιλαµβάνει παθολογική λειτουργία των αισθητικών υποδοχέων, παθολογική επεξεργασία στο επίπεδο του νωτιαίου µυελού, παθολογική κεντρική επεξεργασία του πόνου ή συνδυασµούς τους.
Οι δυσπεπτικοί ασθενείς παρουσιάζουν αυξηµένη ευαισθησία στη διάταση του στοµάχου συγκριτικά µε τους υγιείς µάρτυρες. Διάταση µε αεροθάλαµο (µπαλόνι) τόσο του θόλου όσο και του άντρου προκαλεί πόνο σε ασθενείς µε δυσπεψία, ενώ ίδιου βαθµού διάταση είναι ανεκτή από φυσιολογικά άτοµα. Χαµηλός ουδός πόνου στη διάταση του στοµάχου παρατηρείται περίπου στο 40% των δυσπεπτικών ασθενών και σχετίζεται µε εµφάνιση µεταγευµατικού πόνου και ερυγών.
Οι δυσπεπτικοί ασθενείς μπορεί να έχουν φυσιολογική σωµατική αισθητικότητα, έχουν όμως παθολογική επεξεργασία του αλγεινού ερεθίσµατος που αφορά εκλεκτικά το σπλαγχνικό πόνο, είτε στο νωτιαίο µυελό είτε στο ΚΝΣ. Επειδή τα σωµατικά και τα σπλαγχνικά ερεθίσµατα αντιπροσωπεύονται σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, η παθολογική κεντρική επεξεργασία του σπλαγχνικού πόνου θα µπορούσε να εξηγήσει, ορισµένα τουλάχιστον, από τα δυσπεπτικά ενοχλήµατα.
Πεπτίδια του πεπτικού συστήµατος: Πολλά πεπτίδια του πεπτικού συστήµατος εµπλέκονται στη ρύθµιση της κινητικότητας του στοµάχου, της ορέξεως και της πρόσληψης τροφής, και σχετίζονται µε την εµφάνιση των δυσπεπτικών ενοχληµάτων. Για παράδειγµα, η χολοκυστοκινίνη συµµετέχει στη ρύθµιση της κενώσεως του στοµάχου παρουσία λίπους, και η χορήγηση ανταγωνιστή των υποδοχέων Α της χολοκυστοκινίνης βελτιώνει το αίσθηµα πληρότητας, το µετεωρισµό και τη ναυτία σε δυσπεπτικούς ασθενείς.
Ο ρόλος του γαστρικού οξέος : Μεταξύ των ασθενών µε λειτουργική δυσπεψία δεν υπάρχει υποοµάδα πασχόντων που υπερεκκρίνει οξύ. Ορισµένοι όμως ασθενείς µε λειτουργική δυσπεψία παρουσιάζουν αυξηµένη ευαισθησία σε φυσιολογική παραγωγή υδροχλωρικού οξέος (HCl).
Υπάρχει συγκεκριµένη οµάδα δυσπεπτικών ασθενών, όσοι δηλαδή παρουσιάζουν συµπτώµατα παρόµοια µε εκείνα του έλκους ή της γαστροοισοφαγικής παλινδρόµησης, που ανταποκρίνονται στη χορήγηση αναστολέων της αντλίας πρωτονίων.
Ο ρόλος της λοίµωξης από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού: Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι η συχνότερη αιτία πεπτικού έλκους, και η επιτυχής θεραπεία εκρίζωσης του µικροβίου οδηγεί σε ταχεία επούλωση του έλκους.
Ο ρόλος του µικροβίου στην παθογένεια των δυσπεπτικών συµπτωµάτων παραµένει αµφιλεγόµενος. Από παθοφυσιολογική άποψη, η συσχέτιση της λοίµωξης από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού και λειτουργικής δυσπεψίας είναι εξαιρετικά αµφίβολη. Ο µηχανισµός µε τον οποίο το Ελικοβακτηρίδιο µπορεί να προκαλέσει δυσπεπτικά ενοχλήµατα παραµένει αβέβαιος.
Η επίπτωση της χρόνιας γαστρίτιδας από το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού σε ασθενείς με λειτουργική δυσπεψία ποικίλλει µεταξύ 40-90%. Οι δυσπεπτικοί ασθενείς µε χρόνια γαστρίτιδα από Ελικοβακτηρίδιο παρουσιάζουν πιο συχνά επιγαστρικό πόνο.
Το όφελος από τη θεραπεία εκρίζωσης του ελικοβακτηριδίου είναι κλινικά περιορισµένο σε λιγότερο από το 10% των ασθενών με δυσπεψία. Αυτό σηµαίνει ότι χρειάζεται να εκριζωθεί η λοίµωξη σε 16 δυσπεπτικούς ασθενείς για να απαλλαγεί από τα συµπτώµατα ο ένας από αυτούς.
Ποια συμπτώματα έχουν οι ασθενείς με δυσπεψία
Για τη διάγνωση της δυσπεψίας αρκεί ιστορικό πόνου ή.δυσφορίας στο επιγάστριο που χρονολογείται από µακρού, απουσία οργανικής νόσου του ανωτέρου πεπτικού συστήµατος, απουσία χρήσης µη στεροειδών αντιφλεγµονωδών φαρµάκων (ΜΣΑΦ) και απουσία συµπτωµάτων ενδεικτικών συνδρόµου ευερεθίστου εντέρου.
Ανάλογα µε το κυρίαρχο σύµπτωµα του ασθενούς, η λειτουργική δυσπεψία µπορεί να διακριθεί σε: α) σύνδροµο επιγαστρικού πόνου ή όπως αλλιώς λέγεται ελκωτικού τύπου δυσπεψία και β) σε σύνδροµο µεταγευµατικής πληρότητας ή κινητικού τύπου δυσπεψία, που µπορεί να εκδηλώνεται επίσης µε πρώιµο κορεσµό, µετεωρισµό, ναυτία ή έµετο.
Τα συµπτώµατα συνήθως χρονολογούνται από µακρού και έχουν υποτροπιάζουσα πορεία. Οι περισσότεροι ασθενείς συσχετίζουν την έναρξη ή την επιδείνωση των συµπτωµάτων τους µε τη λήψη τροφής. Αρκετοί ενοχοποιούν συγκεκριµένες τροφές. Σε µερικούς ασθενείς τα συµπτώµατα αρχίζουν µετά από έντονο ψυχικό stress, ενώ πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται σαφής εκλυτικός παράγοντας.
Η ένταση των συµπτωµάτων ποικίλλει από άτοµο σε άτοµο, αλλά και στον ίδιο ασθενή παρατηρούνται αυτόµατες περίοδοι υφέσεων και εξάρσεων. Ο πόνος µπορεί να είναι κωλικοειδής, νυγµώδης, βύθιος ή καυστικός και συνήθως εντοπίζεται στο επιγάστριο. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο πόνος και η δυσφορία είναι ήπια και υφίενται είτε αυτόµατα με ερυγές είτε µε τη χρήση φαρµάκων όπως αντιόξινα, προκινητικά, ανταγωνιστές των Η2 ισταµινικών υποδοχέων ή αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, που τις περισσότερες φορές οι ασθενείς προµηθεύονται χωρίς συνταγή από το φαρµακείο. Τα ενοχλήµατα δεν αφυπνίζουν τον ασθενή και δεν συνοδεύονται από διαταραχές του ρυθµού ή της σύστασης των κενώσεων, ούτε ανακουφίζονται µε την αφόδευση ή την αποβολή αερίων.
Συνήθης είναι η συνύπαρξη συµπτωµάτων από άλλα τµήµατα του πεπτικού συστήµατος (π.χ. συµπτώµατα ευερεθίστου εντέρου) αλλά και συµπτωµάτων εκτός του πεπτικού συστήµατος όπως κεφαλαλγίες, προκάρδιοι πόνοι, αίσθηµα παλµών. Σε ορισµένους ασθενείς υπάρχουν έκδηλα ψυχιατρικά στοιχεία, όπως κατάθλιψη, αγχώδης νεύρωση και καρκινοφοβία.
Η αντικειµενική εξέταση είναι αρνητική εκτός από ήπια ευαισθησία στην ψηλάφηση του επιγαστρίου, χωρίς να συνοδεύεται από αναπηδώσα ευαισθησία ή σύσπαση των κοιλιακών τοιχωµάτων.
Από ποια νοσήματα θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τη δυσπεψία
Η διαφορική διάγνωση της δυσπεψίας θα πρέπει να περιλάβει τα διάφορα οργανικά νοσήµατα του πεπτικού συστήματος. Απαραίτητη είναι η λήψη λεπτοµερούς ιστορικού σχετικού µε λήψη φαρµάκων, χειρουργικών επεµβάσεων στο γαστρεντερικό σύστημα, συστηµατικών νοσηµάτων και ψυχιατρικών παθήσεων.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαφορική διάγνωση από τη γαστροοισοφαγική παλινδρόµηση, όπου το κυρίαρχο σύµπτωµα είναι ο οπισθοστερνικός καύσος είναι εύκολη.
Η χολολιθίαση συνήθως δεν προκαλεί δυσπεπτικά ενοχλήματα. Όταν η νόσος είναι συμπτωματική, χαρακτηρίζεται από οξύ κοιλιακό πόνο.
Ασθενείς με ιστορικό κατάχρησης αλκοόλ πιθανόν πάσχουν από χρονία παγκρεατίτιδα και ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη πιθανόν έχουν διαβητική γαστροπάρεση. Η διάγνωση της κοιλιάγχης είναι συμβατή σε ασθενείς με γενικευμένη αγγειοπάθεια.
Κατά τη λήψη του ιστορικού θα πρέπει να αποκλεισθεί η χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ) από τον πάσχοντα. Η βλαπτική δράση της ασπιρίνης και των κλασσικών ΜΣΑΦ στο γαστρικό βλεννογόνο είναι γνωστή και το συχνότερο σύμπτωμα από το πεπτικό σύστημα είναι η δυσπεψία. Τα νεώτερα ΜΣΑΦ, δηλαδή οι αναστολείς της κυκλοοξυγονάσης 2, αν και είναι ασφαλέστερα των κλασσικών, δεν είναι πλήρως απαλλαγμένα βλαπτικής δράσης στο γαστρικό βλεννογόνο.
Η παρουσία συμπτωμάτων ή σημείων συναγερμού, όπως απώλεια βάρους, ανορεξία, δυσφαγία, αναιμία, συχνοί έμετοι, ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό νεοπλάσματος του πεπτικού συστήματος, επιβάλουν τη διερεύνηση για να αποκλειστεί κάποια οργανική νόσος του ανώτερου πεπτικού συστήματος και απομακρύνουν από τη διάγνωση της λειτουργικής δυσπεψίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επιπολασμός συμπτωμάτων ή σημείων συναγερμού αυξάνει προοδευτικά με την ηλικία και φθάνει το 35- 60% για δυσπεπτικούς ασθενείς μεγαλύτερους των 55 ετών. Για το λόγο αυτό συνιστάται ενδοσκοπική διερεύνηση σε όλους τους δυσπεπτικούς ασθενείς που είναι μεγαλύτεροι των 45 ετών.
Καταστάσεις, συμπτώματα και σημεία συναγερμού
- Ηλικία >45 έτη
- Χρήση ΜΣΑΦ
- Απώλεια σωματικού βάρους
- Ανορεξία
- Δυσφαγία
- Αναιμία
- Αιματέμεση
- Μέλαινα
- Συχνοί έμετοι
Ποιες εξετάσεις κάνουμε σε ασθενή με δυσπεψία
Η ελάχιστη διαγνωστική προσέγγιση, που απαιτείται για την επιβεβαίωση της διάγνωσης της λειτουργικής δυσπεψίας σε ασθενή που δεν παρουσιάζει συμπτώματα ή σημεία συναγερμού για παρουσία οργανικού νοσήματος, πέραν της προσεκτικής λήψης του ιστορικού και της συστηματικής κλινικής εξέτασης, περιλαμβάνει την ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού συστήματος. Η γαστροσκόπηση πρέπει να γίνει σε περίοδο κατά την οποία ο δυσπεπτικός ασθενής είναι συμπτωματικός και δεν λαμβάνει οποιαδήποτε φαρμακευτική θεραπευτική αγωγή. Κάθε άλλη εργαστηριακή, απεικονιστική ή ενδοσκοπική διερεύνηση του δυσπεπτικού ασθενούς ο οποίος δεν παρουσιάζει συμπτώματα ή σημεία συναγερμού συμβάλλει ελάχιστα στη διάγνωση.
Σημαντική είναι η σωστή αξιολόγηση των ενδοσκοπικών ευρημάτων σε ασθενείς με δυσπεψία. Η ανεύρεση πεπτικού έλκους ή νεοπλάσματος του στομάχου ερμηνεύει τα δυσπεπτικά ενοχλήματα. Όμως, σε πολλούς δυσπεπτικούς ασθενείς ανευρίσκονται λίγες διαβρώσεις ή ερυθρότητα και οίδημα κατά τόπους στο βλεννογόνο του στομάχου ή του δωδεκαδακτύλου, δηλαδή χρόνια γαστρίτιδα ή βολβίτιδα. Τα ευρήματα αυτά δεν φαίνεται να σχετίζονται με συμπτώματα δυσπεψίας, όπως και η χρόνια γαστρίτιδα από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού. Απαραίτητη όμως κρίνεται η λήψη βιοψιών από το στόμαχο και τη δεύτερη μοίρα του δωδεκαδακτύλου, ακόμα από φυσιολογικό μακροσκοπικά βλεννογόνο, για να μη διαφύγουν της διάγνωσης νοσήματα όπως η ηωσινοφιλική γαστρεντερίτιδα, το λέμφωμα, η νόσος του Crohn του στομάχου και η κοιλιοκάκη. Τέλος, η ανεύρεση ολισθαίνουσας διαφραγματοκήλης στην ακτινογραφία ή την ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού συστήματος δεν είναι συμβατή με δυσπεψία, αλλά μόνο με επεισόδια γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και οπισθοστερνικού καύσου. Όσοι δυσπεπτικοί ασθεvείς είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 45 ετών, ή λαμβάνουν ΜΣΑΦ ή έχουν συμπτώματα ή σημεία συναγερμού πρέπει να υποβάλονται άμεσα σε γαστροσκόπηση, επειδή η πιθανότηιτα διάγνωσης οργανικής δύσπεψίας είναι σημαντική.
Η παρουσία συμπτωμάτων ή σημείων συναγερμού αυξάνει την πιθανότητα διάγνωσης οργανικής νόσου σε ασθενείς με δυσπεψία. Ο έλεγχος αυτών των ασθενών πρέπει να είναι εξατομικευμένος και να στοχεύει στη διαφορική διάγνωση του κυρίαρχου δυσπεπτικού ενοχλήματος και του συμπτώματος ή σημείου συναγερμού.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στην αξιολόγηση των εργαστηριακών ευρημάτων επειδή συχνά καθορίζουν τη θεραπεία του ασθενούς. Για παράδειγμα, η ανεύρεση χολολιθίασης στο υπερηχογράφημα της χοληδόχου κύστεως μπορεί να αποτελεί τυχαίο εύρημα. Η χολολιθίαση συνήθως δεν είναι συμβατή με δυσπεπτικά ενοχλήματα, αλλά μόνο με επεισόδια κωλικού του δεξιού υποχονδρίου.
Για τη διερεύνηση της λειτουργικής δυσπεψίας έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές εξειδικευμένες διαγνωστικές εξετάσεις, όπως μελέτη κενώσεως του στομάχου με τη χρήση ραδιοσεσημασμένου γεύματος ή με δοκιμασία εκπνεόμενου 13C02, μανομετρία, ηλεκτρογαστρογραφία, υπερηχοτομογραφία και μελέτη με βαροστάτη. Οι μέθοδοι αυτές χρησιμοποιούνται για τη μελέτη της παθοφυσιολογίας της δυσπεψίας ή σε κλινικές μελέτες που ερευνούν την αποτελεσματικότητα νέων φαρμάκων. Στην καθημερινή πρακτική δεν έχουν εφαρμογή.
Ποια τακτική ακολουθούμε σε ασθενή με δυσπεψία
Οι δυσπεπτικοί ασθενείς, ηλικίας µικρότερης των 45 ετών, που δεν αναφέρουν συµπτώµατα ή σηµεία συναγερµού και δεν λαµβάνουν ΜΣΑΦ, πιθανόν πάσχουν από πεπτικό έλκος, χρόνια γαστρίτιδα από Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού ή λειτουργική δυσπεψία. Για τη διαγνωστική προσέγγιση και θεραπεία των ασθενών αυτών έχει προταθεί η στρατηγική «test and treat». Η τακτική αυτή συνίσταται στα ακόλουθα. Ο έλεγχος των ασθενών περιλαµβάνει µόνο ορολογική εξέταση αίματος για αντισώµατα έναντι του Ελικοβακτηριδίου ή δοκιµασία αναπνοής µε σεσηµασµένη ουρία. Αν η δοκιµασία είναι θετική χορηγείται θεραπεία εκρίζωσης του µικροβίου µε επταήµερο τριπλό σχήµα. Στους αρνητικούς ασθενείς χορηγούνται αντιεκκριτικά ή προκινητικά φάρµακα. Αν ο ασθενής συνεχίζει να έχει δυσπεπτικά συµπτώµατα παραπέµπεται για γαστροσκόπηση.
Η στρατηγική αυτή εφαρµόζεται µε σκοπό να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα να διαφύγει της διάγνωσης σοβαρό οργανικό νόσηµα και να περιορισθεί ο αριθµός των ενδοσκοπήσεων σε δυσπεπτικούς ασθενείς στους οποίους η πιθανότητα ανάδειξης οργανικής βλάβης του ανωτέρου πεπτικού συστήµατος είναι µικρή.
Στις χώρες εκείνες όπου το κόστος της ενδοσκόπησης είναι υψηλό και η πρόσβαση στο γαστρεντερολόγο για ενδοσκόπηση δεν είναι πάντοτε άµεση, η στρατηγική «test and treat» παρουσιάζει πολύ ικανοποιητική σχέση κόστους-αποτελέσµατος. Όµως στην Ελλάδα, όπου, σε σχέση µε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το κόστος της ενδοσκόπησης είναι πολύ µικρότερο, η πρόσβαση για ενδοσκόπηση είναι ελεύθερη, ενώ ο επιπολασµός του πεπτικού έλκους έχει σηµαντικά µειωθεί την τελευταία δεκαπενταετία, η στρατηγική «test and treat» µπορεί να εφαρµοσθεί ανάλογα µε την κρίση του θεράποντα ιατρού.