Τι είναι ο μετεωρισμός – ορισμός
Ο μετεωρισμός είναι λειτουργική διαταραχή που εκδηλώνεται με υποκειμενικό αίσθημα κοιλιακής διάτασης, που αποδίδεται από τον ασθενή σε αυξημένη ποσότητα αέρα “στην κοιλιά”. Συνήθως επιδεινώνεται στη διάρκεια της μέρας και υφίεται κατά τη νύκτα. Σε ορισμένους ασθενείς συνυπάρχει μικρή αύξηση της περιμέτρου της κοιλίας. Ο μετεωρισμός μπορεί να συνδυάζεται με αυξημένη συχνότητα ερυγών ή και αυξημένη αποβολή αερίων από το παχύ έντερο. Το δυσάρεστο αίσθημα διάτασης της κοιλίας (μετεωρισμός) αποτελεί συχνή αιτία προσέλευσης ασθενών στο γιατρό. Η συχνότητα μετεωρισμού είναι διπλάσια στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.
Που οφείλεται ο μετεωρισμός
Με εξαίρεση το αίσθημα διατάσεως της κοιλίας που οφείλεται σε οργανικά αίτια, η παθοφυσιολογία του μετεωρισμού παραμένει ασαφής. Πολλοί παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί πιθανόν ενέχονται στην ανάπτυξη του μετεωρισμού, όπως διέγερση μηχανοϋποδοχέων του τοιχώματος του εντέρου από συλλογή αέρα, κατακράτηση υγρών, υπεραιμία και οίδημα των σπλάγχνων, μειωμένος τόνος του εντερικού τοιχώματος, δυστονία των μυών των κοιλιακών τοιχωμάτων ή, τέλος, μεταβολή της σύνθεσης της χλωρίδας του εντέρου. Οι παθοφυσιολογικοί αυτοί μηχανισμοί πιθανόν σχετίζονται με δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος και παθολογική αντίληψη των ερεθισμάτων. Πολλοί άρρωστοι συνδυάζουν το αίσθημα κοιλιακής διάτασης με αυξημένη συχνότητα ερυγών, ενώ άλλοι με αποβολή αυξημένης ποσότητας αερίων από τον πρωκτό. Στην πλειονότητα των ασθενών αυτών τα αίτια είναι ψυχογενή, λειτουργικά ή διαιτητικά, ενώ σε ορισμένους το αίσθημα διάτασης σχετίζεται με τη λήψη φαρμάκων ή με οργανικά νοσήματα. Oι ασθενείς που παραπονούνται για μετεωρισμό, ερυγές ή αυξημένη αποβολή αερίων σπάνια πάσχουν από οργανικό νόσημα. Από τους ασθενείς που προσέρχονται στο γιατρό για αίσθημα κοιλιακής διάτασης από αέρα, λιγότεροι από 10% πάσχουν από οργανικό νόσημα. Συνήθης αιτία μετεωρισμού είναι το σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου. Περισσότεροι από το 90% των ασθενών με σύνδρομο ευερεθίστου εντέρου παραπονούνται για μετεωρισμό που συνοδεύει τη διάρροια ή τη δυσκοιλιότητα. Επίσης, το 50% των ασθενών με λειτουργική δυσπεψία αναφέρει μετεωρισμό που επιδεινώνεται μεταγευματικά. Πολλοί ασθενείς με δυσκοιλιότητα έχουν μετεωρισμό που ανακουφίζεται με την κένωση του εντέρου. Τέλος, μετεωρισμός συχνά συνοδεύει το μετεμηνορρυσιακό σύνδρομο. Άλλη συχνή αιτία μετεωρισμού είναι η σύγχρονη δίαιτα των κατοίκων των ανεπτυγμένων χωρών. Η δίαιτα δυτικού τύπου περιλαμβάνει 200-300 g υδατανθράκων τη μέρα, που καλύπτουν το 40-50% των ημερήσιων θερμιδικών αναγκών. Η σημαντικότερη πηγή υδατανθράκων είναι το άμυλο. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί προοδευτική μείωση της πρόσληψης αμύλου και αντικατάστασή του από απλά βιομηχανικά σάκχαρα ή φυσικά σάκχαρα, που περιέχονται στο γάλα, τα φρούτα και τα προϊόντα τους. Τα σάκχαρα αυτά απορροφούνται ατελώς από το λεπτό έντερο πολλών υγιών ατόμων. Η κληρονομικά καθοριζόμενη στους ενήλικες μείωση της δραστηριότητας του ενζύμου λακτάση αποτελεί την κύρια αιτία δυσαπορρόφησης λακτόζης σε πολλούς λαούς της Ευρώπης. Οι άοσμες ερυγές κατά κανόνα οφείλονται σε ψυχογενή αίτια, ενώ οι δύσοσμες σε οργανικά νοσήματα. Η αυξημένη αποβολή αερίων από τον πρωκτό σπάνια οφείλεται σε οργανικό νόσημα.
Ποια είναι η προέλευση των αερίων του πεπτικού σωλήνα και οι τρόποι αποβολής
Ο πεπτικός σωλήνας του φυσιολογικού ανθρώπου τόσο σε κατάσταση νηστείας, όσο και μεταγευματικά, περιέχει λιγότερο από 200 ml αέρα. Στο φυσιολογικό στομάχι δεν παράγονται αέρια. Ο αέρας που υπάρχει στον αεροθάλαμο του στομάχου προέρχεται από την κατάποση ατμοσφαιρικού αέρα κατά τη λήψη γεύματος ή ροφημάτων. Ο ατμοσφαιρικός αέρας περιέχει 78% περίπου Ν2, που απορροφείται ελάχιστα από το στόμαχο και 21% Ο2, που απορροφείται (διαχέεται) ταχύτατα από το γαστρικό βλεννογόνο. Το μεγαλύτερο μέρος του αέρα που περιέχεται στο στόμαχο αποβάλλεται με τις ερυγές και ένα μικρό μόνο μέρος μπορεί να περάσει προς το δωδεκαδάκτυλο και το λεπτό έντερο. Οι ερυγές οφείλονται στην αποβολή του αέρα ο οποίος έχει ακούσια καταποθεί. Η ερυγή επιτυγχάνεται ακούσια ή εκούσια με τη μείωση του τόνου του κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα και εξισορρόπηση των ενδοαυλικών πιέσεων στοµάχου – οισοφάγου. Ακολουθεί χάλαση του άνω οισοφαγικού σφιγκτήρα και αποβολή του αέρα µέσω του στόµατος, που ορισµένες φορές συνοδεύεται από χαρακτηριστικό ήχο. Ακούσιες ερυγές παρατηρούνται µετά από τα γεύµατα και αποσκοπούν στην αποβολή του αέρα που καταπόθηκε. Σε ορισµένα αγχώδη άτοµα προκαλείται ακούσια χάλαση του ανώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα, εισρόφηση αέρα στον οισοφάγο και άµεση αποβολή του µε ερυγή. Κατά συνέπεια, οι ερυγές αυτές δεν οφείλονται σε συσσώρευση αέρα στο θόλο του στοµάχου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες το λεπτό έντερο περιέχει ελάχιστη ποσότητα αέρα, ο οποίος προέρχεται από την κατάποση ατµοσφαιρικού αέρα και την τοπική παραγωγή CO2. Στο δωδεκαδάκτυλο εισέρχονται από το στόµαχο ιόντα υδρογόνου, που αντιδρούν µε τα διττανθρακικά που προέρχονται από τις παγκρεατικές εκκρίσεις. Το CO2 που παράγεται απορροφείται ταχύτατα από το βλεννογόνο του δωδεκαδακτύλου, ώστε ελάχιστες ποσότητες να παραµένουν στον αυλό του λεπτού εντέρου. Τοπαχύ έντερο είναι ο µόνος τόπος σηµαντικής παραγωγής αερίων, που προέρχονται από το µεταβολισµό (ζύµωση) των υδατανθράκων που δυσαπορροφήθηκαν από την εντερική χλωρίδα. Τα αέρια που παράγονται είναι CO2, Η2 και CH4. Αυτά διαχέονται ταχύτατα µέσω του πλούσιου αγγειακού δικτύου του εντερικού βλεννογόνου, εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίµατος και αποβάλλονται µε τον εκπνεόµενο αέρα. Ο ρυθµός παραγωγής των αερίων αυτών και οι αναλογίες τους ποικίλλουν από άτοµο σε άτοµο. Εξαρτώνται από τη σύνθεση της εντερικής χλωρίδας και το είδος της διατροφής. Επειδή το περιεχόµενο του παχέος εντέρου έχει χαµηλή µερική πίεση σε Ν2 και Ο2 συγκριτικά µε το αίµα, τα αέρια αυτά διαχέονται από το αίµα προς τον εντερικό αυλό. Αποτέλεσµα της αµφίδροµης διάχυσης των αερίων µεταξύ αίµατος και αυλού του παχέος εντέρου είναι το παχύ έντερο να περιέχει τελικά Ν2, CO2 , O2,Η2 και CH4 . Τα αέρια που αποβάλλονται από τον πρωκτό φυσιολογικών ατόµων έχουν σύνθεση µε εκείνη του παχέος εντέρου και ευρεία διακύµανση του ηµερήσιου όγκου (500-1500 mΙ/ηµέρα), όπως και του ρυθµού αποβολής (10-25 αποβολές/ηµέρα). Ο όγκος των αποβαλλόµενων αερίων είναι ιδιαίτερα αυξηµένος σε φυτική διατροφή και δυσαπορρόφηση υδατανθράκων. Οσµή των ερυγών και των αερίων: Σύµφωνα µε τα στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω, οι ερυγές περιέχουν µόνο ατµοσφαιρικό αέρα και κατά συνέπεια είναι άοσµες. Συχνά όµως έχουν όξινη γεύση λόγω ταυτόχρονης παλινδρόµησης µικρών ποσοτήτων γαστρικού υγρού από το στόµαχο ή έχουν την οσµή του γεύµατος που προηγήθηκε. Δύσοσµες ερυγές και κάκοσµη απόπνοια παρατηρούνται όταν υπάρχει γαστρική στάση και σήψη τροφών στον οισοφάγο (αχαλασία οισοφάγου, καρκίνος) ή στο στόμαχο (πυλωρική στένωση, καρκίνος στομάχου, βαγοτομή, διαβητική γαστροπάρεση). Επίσης, δύσοσμες ερυγές παρατηρούνται σε σύνδρομο “τυφλής έλικας” με στάση του περιεχομένου της νήστιδας, όπως και στις σπάνιες περιπτώσεις γαστροκολικού συριγγίου. Τα αέρια που περιέχονται στο παχύ έντερο (Ν2, CO2, O2, Η2, CH4) και αποβάλλονται από τον πρωκτό είναι άοσμα, εκτός από το μεθάνιο. Η οσμή των κοπράνων και των αποβαλλόμενων αερίων οφείλεται στην περιεκτικότητά τους σε ινδόλη και σκατόλη, σε θειούχες ενώσεις μεθανίου (μεθανιοθειόλη) και διμεθυλοσουλφίδια.
Τι πρέπει να προσέξουμε κατά τη διάγνωση του μετεωρισμού
Ο κλινικός γιατρός πρέπει πρώτα από όλα να διαγνώσει αν το αίσθημα της κοιλιακής διάτασης για το οποίο παραπονείται ο ασθενής οφείλεται σε λειτουργικά αίτια που προκαλούν μετεωρισμό ή σε οργανικά αίτια που προκαλούν συμπαγή διόγκωση της κοιλίας. Το λεπτομερές ιστορικό παρέχει σημαντικά στοιχεία για τη διαφορική διάγνωση. Προοδευτικά σταθερή αύξηση του μεγέθους της κοιλίας σε χρονικό διάστημα μερικών εβδομάδων ή μηνών συνήθως οφείλεται σε κάποιο οργανικό νόσημα. Αντίθετα, στους ασθενείς που αναφέρουν αίσθημα κοιλιακής διάτασης από αέρα ο μετεωρισμός επιδεινώνεται στη διάρκεια της μέρας και υποχωρεί κατά τη νύκτα. Επίσης, η ένταση του μετεωρισμού παρουσιάζει διακυμάνσεις από μέρα σε μέρα, ενώ υπάρχουν μέρες που ο ασθενής δεν αισθάνεται δυσφορία ή διάταση της κοιλίας. Πολλοί ασθενείς με μετεωρισμό αναφέρουν ότι επιτείνεται μετά τα γεύματα και αναγκάζονται να χαλαρώνουν τη ζώνη τους. Οι ασθενείς που δεν πάσχουν από σοβαρό οργανικό νόσημα έχουν συνήθως φυσιολογική θερμοκρασία και όρεξη, δεν έχουν χάσει βάρος και δεν αισθάνονται καταβολή των δυνάμεων. Η απώλεια σωματικού βάρους έχει σχετική μόνον αξία. Για παράδειγμα στους ασθενείς με ασκίτη πολλές φορές δεν υπάρχει απώλεια βάρους λόγω της κατακράτησης ύδατος. Ανάλογα ισχύουν και για το αίσθημα καταβολής των δυνάμεων, που απαντάται σε αγχώδη ή καταθλιπτικά άτομα. Οι ασθενείς που παρουσιάζουν αίσθημα κοιλιακής διάτασης από αέρια, που οφείλεται σε οργανικά, λειτουργικά ή ψυχογενή αίτια, συνήθως αναφέρουν ότι ανακουφίζονται με τις ερυγές, την αφόδευση ή την αποβολή αερίων από τον πρωκτό. Στην ομάδα αυτή των ασθενών συχνά συνυπάρχουν άτυποι κωλικοειδείς κοιλιακοί πόνοι, ναυτία, έντονοι βορβορυγμοί ή δυσκοιλιότητα.
Ποιες πληροφορίες παίρνουμε από το ατομικό ιστορικό του ασθενούς με μετεωρισμό
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε ιστορικό οργανικών νοσημάτων, όπως το πεπτικό έλκος, οι χειρουργικές επεμβάσεις στο στόμαχο (βαγοτομή, γαστρεκτομή, θολοπλαστική για διαφραγματοκήλη) και ο σακχαρώδης διαβήτης. Το σύνδρομο δυσαπορρόφησης από χρόνια παγκρεατίτιδα, καρκίνο του παγκρέατος ή νοσήματα του λεπτού εντέρου πρέπει να αποκλεισθεί. Οι ασθενείς που αναφέρουν ογκώδεις, δύσοσμες κενώσεις ή κηλίδες ελαίου στο νερό της λεκάνης της τουαλέτας πάσχουν από σύνδρομο δυσαπορρόφησης και η έρευνα πρέπει να κατευθυνθεί προς την ανεύρεση της υποκείμενης νόσου. Η χρόνια αναπνευστική και η καρδιακή ανεπάρκεια, εκτός από το αίσθημα δυσφορίας στο θώρακα, μπορεί να σχετίζονται και με αίσθημα κοιλιακής διάτασης. Οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν εργώδη αναπνοή και ακούσια καταπίνουν σηµαντικές ποσότητες ατµοσφαιρικού αέρα. Η λήψη φαρµάκων πρέπει να διερευνάται µε σχολαστικότητα. Ιδιαίτερη µνεία πρέπει να γίνει σε ωσµωτικά καθαρτικά, όπως η λακτουλόζη, που χρησιµοποιούνται από ασθενείς που πάσχουν από δυσκοιλιότητα. Οι φαρµακευτικές αυτές ουσίες είναι δυσαπορρόφητοι υδατάνθρακες, που µεταβολίζονται από τη χλωρίδα του παχέος εντέρου και προκαλούν αυξηµένη παραγωγή αερίων. Ανάλογη δράση έχουν οι αναστολείς των α-γλυκοσιδασών του λεπτού εντέρου (ακαρβόζη), που χορηγούνται σε διαβητικούς ασθενείς για την καλύτερη ρύθµιση του σακχάρου του αίµατος. Το φάρµακο αυτό προκαλεί δυσαπορρόφηση υδατανθράκων από το λεπτό έντερο. Οι δυσαπορροφούµενοι υδατάνθρακες µεταβολίζονται από τη µικροβιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου µε αποτέλεσµα αυξηµένη παραγωγή αερίων. Παρόµοια δράση έχει και η χολεστυραµίνη, που προκαλεί φαρµακευτικό σύνδροµο δυσαπορρόφησης. Ο ασθενής πρέπει επίσης να ερωτάται µε λεπτοµέρεια για τις διαιτητικές του συνήθειες. Η κατανάλωση ενός ή δύο ποτηριών γάλακτος σε άτοµα µε υπολακτασία συχνά προκαλεί µετεωρισµό, βορβορυγµούς, κοιλιακούς πόνους, αυξηµένη αποβολή αερίων από τον πρωκτό ή και διάρροια. Οι ασθενείς που λαµβάνουν φυτική δίαιτα ή δίαιτα πλούσια σε άµυλο (όσπρια, ζυµαρικά) προσφέρουν άφθονο υπόλειµµα για ζύµωση από την εντερική χλωρίδα. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η φρουκτόζη και η σορβιτόλη, που αποτελούν τα σάκχαρα των φρούτων και χρησιµοποιούνται σαν γλυκαντικές ουσίες σε αναψυκτικά, απορροφούνται ατελώς από το λεπτό έντερο του ανθρώπου. Οι ασθενείς που επιδίδονται σε φρουτοφαγία ή καταναλώνουν καθηµερινά σηµαντικές ποσότητες αναψυκτικών, µπορεί να παρουσιάζουν αίσθηµα κοιλιακής διάτασης και αυξηµένη αποβολή αερίων από τον πρωκτό. Η συχνή κατανάλωση αεριούχων ποτών (µπύρα) και αναψυκτικών (πορτοκαλάδες, σόδα) προκαλεί επίσης αίσθηµα µετεωρισµού, άφθονες ερυγές και συχνά αυξηµένη αποβολή αερίων από τον πρωκτό. Τέλος, η συχνή µάσηση µαστίχας, η κακή εφαρµογή τεχνητών οδοντοστοιχιών σε ηλικιωµένα άτοµα και το κάπνισµα συµβάλλουν στην ακούσια κατάποση ατµοσφαιρικού αέρα.
Τι ευρήματα έχουμε από την κλινική εξέταση του ασθενούς με μετεωρισμό
Στη διάρκεια της λήψης του ιστορικού ο γιατρός πρέπει να επισκοπεί προσεκτικά τον ασθενή και να επισηµαίνει στοιχεία ψυχογενών διαταραχών, όπως συχνοί αναστεναγµοί και ερυγές. Το σχήµα και το µέγεθος της κοιλίας πρέπει να επισκοπείται σε ύπτια θέση µε τον ασθενή σε απόλυτη ηρεµία. Υποµφαλική προπέτεια µπορεί να είναι συµβατή µε κύηση 4-5 µηνών. Βατραχοειδής διόγκωση της κοιλίας υποδηλώνει ασκίτη. Αν η κοιλιακή διόγκωση συνοδεύεται από επίφλεβο και ηπατικές παλάµες ο ασθενής πάσχει από κίρρωση του ήπατος ή ηπάτωµα σε έδαφος κιρρώσεως. Σηµαντικού βαθµού λόρδωση της οσφυϊκής µοίρας της σπονδυλικής στήλης, ώστε να χωράει η παλάµη του εξεταστή µεταξύ της κλίνης και της οσφυϊκής µοίρας της σπονδυλικής στήλης, ανευρίσκεται σε ψευδοκύηση. Ορατός περισταλτισµός απαντά σε χρόνια απόφραξη της εξόδου του στοµάχου, διαβητική γαστροπάρεση, κοπρόσταση και ατελή εντερική ψευδοαπόφραξη. Κατά την ψηλάφηση το µέγεθος και η σύσταση του ήπατος και του σπληνός πρέπει να καθορίζονται µε ακρίβεια. Μεγάλη διόγκωση του ήπατος ανευρίσκεται στο ηπάτωµα και του σπληνός στη χρόνια λεµφοβλαστική λευχαιµία και τη µυελοσκλήρυνση. Η ψηλάφηση πρέπει να περιλάβει τον έλεγχο ευµέγεθων ενδοκοιλιακών µαζών και το µέγεθος της µήτρας. Η επίκρουση της κοιλίας παρέχει σηµαντικά στοιχεία, σε ασθενείς που παραπονούνται για αίσθηµα κοιλιακής διάτασης. Αµβλύς ήχος (συµπαγής διόγκωση) απαντά σε συλλογή ασκιτικού υγρού και σε ευµεγέθεις ενδοκοιλιακές µάζες. Αυξηµένη τυµπανικότητα, εκτός της περιοχής του επιγαστρίου, υποδηλώνει αεροπλήθεια των κοίλων σπλάγχνων. Σε ατελή ειλεό ανευρίσκονται υψηλής συχνότητας, µεταλλικής απήχησης εντερικοί ήχοι κατά την ακρόαση της κοιλίας. Η εξέταση κατά συστήµατα δεν πρέπει ποτέ να παραλείπεται. Διόγκωση περιφερικών λεµφαδένων µπορεί να υποδηλώνει µεταστατική νόσο ή χρόνια λεµφοβλαστική λευχαιµία. Οµότιµη µείωση του αναπνευστικού ψιθυρίσµατος ή και συρίττοντες ρόγχοι υποδηλώνουν χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια. Διόγκωση των σφαγιτίδων και καρδιακά φυσήµατα απαντούν σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Ποιες εργαστηριακές εξετάσεις κάνουμε σε ασθενείς με μετεωρισμό
Όταν η κλινική εκτίµηση παρέχει σαφή στοιχεία για τη διάγνωση ψυχογενούς, λειτουργικής ή διαιτητικής αιτιολογίας αισθήµατος µετεωρισµού, η εργαστηριακή διερεύνηση του ασθενούς δεν είναι απαραίτητη. Παρόλα αυτά, η διενέργεια απλών εργαστηριακών εξετάσεων, όπως η γενική εξέταση αίµατος, η ΤΚΕ, τα λευκώµατα ορού, η γλυκόζη αίµατος και η εξέταση των κοπράνων για λίπος και αιµοσφαιρίνη δηµιουργούν αίσθηµα ασφάλειας στο γιατρό και τον ασθενή, µε τον αποκλεισµό νοσηµάτων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, νοσηµάτων που εκδηλώνονται µε σύνδροµο δυσαπορρόφησης και νεοπλασµάτων που προκαλούν χρόνια απώλεια αίµατος από τον πεπτικό σωλήνα. Ο τυπικός έλεγχος µπορεί να συµπληρωθεί µε το υπερηχογράφηµα άνω και κάτω κοιλίας. Το υπερηχογράφηµα είναι ευαίσθητη µέθοδος για την ανάδειξη ελεύθερου περιτοναϊκού υγρού, ενδοκοιλιακών κύστεων και όγκων. Η απλή ακτινογραφία κοιλίας σε όρθια θέση παρέχει σηµαντικές πληροφορίες σε ασθενείς µε κοιλιακή διάταση και αυξηµένη τυµπανικότητα κατά την επίκρουση. Το συγγενές µεγάκολον, η συστροφή του σιγµοειδούς και το σύνδροµο ατελούς εντερικής ψευδοαπόφραξης παρέχουν χαρακτηριστικές εικόνες διάτασης του παχέος ή και του λεπτού εντέρου µε υδραερικά επίπεδα. Ανάλογα µε τα στοιχεία που παρέχει το ιστορικό και η αντικειµενική εξέταση µπορεί να διενεργηθούν κατευθυνόµενες, εξειδικευµένες εξετάσεις,όπως π.χ. η δοκιµασία κυήσεως (µέτρηση χοριακής γοναδοτροπίνης), η γαστροσκόπηση για τον αποκλεισµό πεπτικής ή νεοπλασµατικής στένωσης της εξόδου του στοµάχου, η µέτρηση του λίπους των κοπράνων για τον αποκλεισµό συνδρόµου δυσαπορρόφησης. Η ραδιοϊσοτοπική µελέτη του ρυθµού κενώσεως του στοµάχου, µετά από σήµανση της στερεάς και της υγρής φάσης µε ραδιενεργό τεχνήτιο (99mTc) και ίνδιο αντίστοιχα, προσφέρει τη δυνατότητα διερεύνησης του βαθµού, αλλά όχι του αίτιου, της γαστρικής στάσης. Η ενδοαυλική αντιστασιοµετρία (impedance) του οισοφάγου παρέχει τη δυνατότητα µελέτης του µηχανισµού των ερυγών, δηλαδή αν προέρχονται από αέρα από τον αεροθάλαµο του στοµάχου ή από τον οισοφάγο. Η µέτρηση της πυκνότητας του εκπνεόµενου υδρογόνου αποτελεί άριστη µέθοδο διερεύνησης δυσαπορρόφησης υδατανθράκων. Στον ασθενή χορηγείται ο υπό εξέταση υδατάνθρακας (π.χ. λακτόζη) σε υδατικό διάλυµα και µετρείται κάθε 15 ή 30 λεπτά η πυκνότητα του εκπνεόµενου υδρογόνου. Αύξηση της πυκνότητας υδρογόνου µεγαλύτερη από 20ppm στις 2-3 ώρες αποτελεί απόδειξη δυσαπορρόφησης υδατανθράκων.