2107486937 | Κερασούντος 4, Αθήνα [email protected]

Εισαγωγή

Τα ινσουλινώματα προέρχονται από τα β-κύτταρα και εκδηλώνονται με κλινικά εμφανή υπογλυκαιμία που είναι το αποτέλεσμα της αυτόνομης υπερέκκρισης ινσουλίνης. Eίναι ο συχνότερα λειτουργικός όγκος του παγκρέατος και εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες ηλικίας στην 5η και 6η δεκαετία της ζωής τους. Αναφέρεται συχνότητα 4 περιπτώσεων/106 άτομα/ετησίως και κατά κανόνα πρόκειται για σποραδικές μορφές. Εξωπαγκρεατικά πρωτοπαθή ινσουλινώματα είναι σπάνια και συνήθως προέρχονται από έκτοπο παγκρεατικό ιστό. Στα παιδιά το ινσουλίνωμα πρέπει να διαφοροδιαγιγνώσκεται από την διάχυτη αδενωμάτωση των β-κυττάρων και από την νησιδιοβλάστωση.

Οι ασθενείς που πάσχουν από αυτό τον όγκο παρουσιάζουν ποικιλία συμπτωμάτων, όπως υπογλυκαιμία, θόλωση διανοίας και πτώση του επιπέδου συνείδησης ή και τα δύο. Πολλοί ασθενείς αναφέρουν τα συμπτώματα αυτά για πολλά έτη. Κάποιοι άλλοι εμφανίζουν προβλήματα από τη συναισθηματική σφαίρα και κρίσεις μανίας, τα οποία συχνά ακολουθούνται από υπνηλία. 

Παθοφυσιολογία

Τα ινσουλινώματα εκκρίνουν αυτόματα ινσουλίνη ή λιγότερο συχνά προϊνσουλίνη, που ευθύνονται για το χαρακτηριστικό κλινικό σύνδρομο. Οι ασθενείς με υπερινσουλινισμό έχουν αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης ή προϊνσουλίνης στον ορό, σε συνδυασμό με χαμηλά επίπεδα γλυκόζης. Παθογνωμονικό εύρημα αποτελεί η υψηλή (>5μU/ml) τιμή ινσουλίνης στον ορό, κατά τη διάρκεια της συμπτωματικής υπογλυκαιμίας. Σχέση της ινσουλίνης του αίματος σε μU/ml, προς τη γλυκόζη σε mg/dl, μεγαλύτερη του 0,4 αποδεικνύει τη διάγνωση. 

Τα παθοφυσιολογικά επακόλουθα που σχετίζονται με την ανεξέλεγκτη έκκριση της ινσουλίνης είναι τα εξής:

Σε νηστεία παρατηρείται υπογλυκαιμία, η οποία συνοδεύεται από τα γνωστά φαινόμενα έλλειψης γλυκόζης από το ΚΝΣ. Υπενθυμίζεται, ότι στα από το ΚΝΣ φαινόμενα υπογλυκαιμίας περιλαμβάνονται συμπτώματα ποικίλης βαρύτητας όπως αδυναμία συγκέντρωσης, κεφαλαλγία, διαταραχές της όρασης και της ομιλίας, διαταραχές της συμπεριφοράς, διανοητική σύγχυση, κώμα, ακόμη και θάνατος. Υποστηρίζεται, ότι η υπογλυκαιμία οφείλεται κυρίως σε μειωμένη παροχή γλυκόζης από το ήπαρ.

Από το αυτόνομο νευρικό σύστημα η υπογλυκαιμία προκαλεί έκκριση κατεχολαμινών με αποτέλεσμα εφίδρωση, τρόμο και διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.

Λόγω των συμπτωμάτων αυτών, αρκετοί άρρωστοι (μέχρι και 20% σε μια σειρά αρρώστων) νοσηλεύονται για νευρολογική η ψυχιατρική νόσο έως ότου τεθεί η σωστή διάγνωση. Η αύξηση του σωματικού βάρους, που οφείλεται στην αυξημένη πρόσληψη τροφής λόγω της υπογλυκαιμίας, δεν είναι ασυνήθιστη (περί το 18%).

Κλινική εικόνα

Τα συμπτώματα του ινσουλινώματος εμφανίζονται ενωρίς στην εξέλιξη του όγκου. Έτσι οι όγκοι έχουν συνήθως πολύ μικρό μέγεθος και είναι μονήρεις όταν διαγιγνώσκονται. Όμως σε ποσοστό 10% μπορεί να είναι πρωτοπαθώς  πολλαπλοί. Κλινικό διαγνωστικό κριτήριο του συνδρόμου αποτελεί η λεγόμενη τριάδα του Whipple, δηλαδή, τα συμπτώματα υπογλυκαιμίας (λόγω απελευθέρωσης κατεχολαμινών), χαμηλή τιμή γλυκόζης στο αίμα (<40-50 mg/dl) και παρέλευση των συμπτωμάτων μετά από χορήγηση γλυκόζης. Οι ασθενείς εμφανίζουν συχνά βύθιο συγκοπτικό επεισόδιο και αναφέρουν παρόμοια επεισόδια στο πρόσφατο παρελθόν. Μπορεί επίσης να εκδηλώνουν ταχυκαρδία, τρόμο, δυσφορία, σύγχυση, άμβλυνση του συναισθήματος ή και κώμα, ενώ τα μέλη της οικογένειας περιγράφουν ότι ο ασθενής έχει παρουσιάσει μεταβολή της προσωπικότητας. Τονίζεται, ότι η υπογλυκαιμία μπορεί σε αρχικές φάσεις να εμφανίζεται επεισοδιακά ή σε συνδυασμό με παρατεταμένες περιόδους νηστείας.

Ωστόσο, η τριάδα του Whipple δεν είναι παθογνωμονική γιατί τα ίδια συμπτώματα μπορεί να προκληθούν και από σκοπούμενη λήψη υπογλυκαιμικών παραγόντων, σπάνιους όγκους των μαλακών μορίων που εκκρίνουν ουσίες σαν την ινσουλίνη (insulin-like ουσίες) ή βαριά ηπατική ανεπάρκεια ή να οφείλεται σε αντιδραστική υπογλυκαιμία. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται επίσης σε υπερλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, που περιλαμβάνει κόπωση, αδυναμία, φόβο,  πείνα, ρίγος, εφίδρωση και ταχυκαρδία, ή σε κάποια διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε εκδηλώνεται με απάθεια (ή ευερεθιστότητα ή έντονη ανησυχία), σύγχυση, υπερένταση, έλλειψη προσανατολισμού, θόλωση της όρασης, παραλήρημα, λήθαργο, κώμα ή σπασμούς. 

Διάγνωση

Η διάγνωση των ινσουλινωμάτων στην καθημερινή πράξη στηρίζεται στην διαπίστωση υπογλυκαιμίας σε νηστεία σε συνδυασμό με φυσιολογική ή αυξημένη τιμή της ινσουλίνης στο πλάσμα. Η διάγνωση στοιχειοθετείται από την διαπίστωση ανεπαρκούς καταστολής της έκκρισης της ινσουλίνης ενώ η γλυκόζη του αίματος είναι χαμηλή. Κατά τη δοκιμασία αυτή η νηστεία έχει διάρκεια 24-72 ώρες και λαμβάνεται δείγμα αίματος κάθε 4 με 6 ώρες για μέτρηση της γλυκόζης και ινσουλίνης, μέχρι ο ασθενής να εμφανίσει συμπτώματα. Τα 2/3 των ασθενών θα εκδηλώσουν τα υπογλυκαιμικά συμπτώματα σε 24 ώρες, ενώ σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι ασθενείς θα εμφανίσουν συμπτώματα μετά 72 ώρες νηστείας. Επειδή τα εγκεφαλικά κύτταρα μεταβολίζουν αποκλειστικά γλυκόζη, παρατεταμένη βαριά υπογλυκαιμία μπορεί να προκαλέσει μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Γι’ αυτό οι γιατροί πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσουν άμεσα την υπογλυκαιμία, όταν επιχειρούν να προκαλέσουν υπογλυκαιμία με νηστεία. 

Διαγνωστικό πρόβλημα στην κλινική εικόνα της υπερινσουλιναιμίας δημιουργείται από την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης ή κάποιου άλλου υπογλυκαιμικού παράγοντα, όπως είναι η σουλφονυλουρία. Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν πιο συχνά σε εργαζόμενους στο χώρο της υγείας, οι οποίοι έχουν πρόσβαση σε ινσουλίνη ή σε άλλους υπογλυκαιμικούς παράγοντες. Συνήθως τα κίνητρά τους είναι ασαφή, αλλά σίγουρα χρήζουν προσοχής. Για να αποκλεισθεί η περίπτωση εξωγενούς αυτοχορήγησης ινσουλίνης μετρώνται τα επίπεδα C-πεπτιδίου στον ορό (>1,7 ng/ml σε περίπτωση ινσουλινώματος) ή προϊνσουλίνης. Η σουλφονυλουρία ανιχνεύεται δύσκολα στο αίμα και το πιο σημαντικό είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τα επίπεδα ινσουλίνης είναι ανακόλουθα υψηλά.

Για να τεθεί η διάγνωση ινσουλινώματος χρησιμοποιούνται αρκετές δοκιμασίες πρόκλησης. Η δοκιμασία πρόκλησης με τολβουταμίδη εκμεταλλεύεται την ιδιότητα της τολβουταμίδης να διεγείρει τη σύνθεση και την έκκριση ενδογενούς ινσουλίνης. Οι ασθενείς με ινσουλίνωμα παρουσιάζουν εμμένουσα υπογλυκαιμία (<50 mg/dl) και αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης ορού επί 2 έως 3 ώρες μετά τη δοκιμασία. Στη δοκιμασία διέγερσης με γλυκαγόνη, οι ασθενείς με ινσουλίνωμα παρουσιάζουν ταχεία αύξηση της γλυκόζης ορού και κατόπιν αναπτύσσουν σοβαρή υπογλυκαιμία και εμμένουσα υπερινσουλιναιμία. Η δοκιμασία είναι φυσιολογική σε ασθενείς με αντιδραστική υπογλυκαιμία, και η ευαισθησία της στην ανίχνευση του ινσουλινώματος είναι 72%. Μία άλλη δοκιμασία πρόκλησης είναι αυτή της έγχυσης ασβεστίου. Το ασβέστιο, χορηγούμενο ενδοφλεβίως, προκαλεί αύξηση της ινσουλίνης ορού σε ασθενείς με ινσουλίνωμα εντός 2 ωρών, ενώ στους υγιείς δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα ινσουλίνης ή γλυκόζης.

Από τη στιγμή που διαγιγνώσκεται ένας ασθενής με ινσουλίνωμα, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να αποφευχθεί βαριά υπογλυκαιμία και η μη αναστρέψιμη βλάβη των εγκεφαλικών κυττάρων. Η δίαιτα του ασθενούς πρέπει να περιλαμβάνει συχνά γεύματα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πολλοί ερευνητές προτείνουν τη χορήγηση διαζοξίδης (150-800 mg/ημέρα) προεγχειρητικά, για τον έλεγχο της υπογλυκαιμίας. Η διαζοξίδη είναι μία μη διουρητική βενζοθειαζιδίνη που δρα στα β-κύτταρα του παγκρέατος μειώνοντας την έκκριση ινσουλίνης και μπορεί να ελέγξει τα επίπεδα γλυκόζης αίματος, τουλάχιστον προσωρινά, στο 50% των ασθενών με ινσουλίνωμα. Η διαζοξίδη θα πρέπει να διακόπτεται τουλάχιστον μια εβδομάδα πριν από την επέμβαση, γιατί μπορεί να προκαλέσει υπόταση διεγχειρητικά. Το μακράς διάρκειας ανάλογο της σωματοστατίνης, η οκτρεοτίδη, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό σε παιδιά με νησιδιοβλάστωμα, όχι όμως και στους ενήλικες.

Εντόπιση του όγκου

Τα ινσουλινώματα συνήθως είναι μικρά (<1,5cm), μονήρη (μόνο 10% είναι πολλαπλά, συνήθως στα πλαίσια συνδρόμου ΜΕΝ1), συχνά καλοήθη (> 90%), κατανέμονται ομοιογενώς στο σύνολο του παγκρέατος και είναι δύσκολο να εντοπισθούν. Είναι χρήσιμος, εν προκειμένω, για το ινσουλίνωμα ο μνημοτεχνικός κανόνας του 10. Σύμφωνα με αυτόν τα ινσουλινώματα είναι, περίπου, 10% κακοήθη, 10% πολλαπλά, 10% συνδυάζονται με σύνδρομο MEN-I, και 10% έχουν μέγεθος>2 εκ.

Η επιτυχία εντοπισμού τους σχετίζεται με το βαθμό και την πληρότητα της διαγνωστικής μελέτης. Η υπολογιστική τομογραφία (CT) και  MRI εντοπίζουν τον όγκο σε ποσοστό 50%-60% των περιπτώσεων και η απεικόνιση των όγκων με τις εξετάσεις αυτές εξαρτάται από τον βαθμό αιμάτωσης των όγκων και την αιματική ροή σε σχέση με το υπόλοιπο παγκρεατικό παρέγχυμα. Το ενδοσκοπικό υπερηχογράφημα (EUS) και οι τεχνολογικές πρόοδοι στον τομέα του EUS έχουν οδηγήσει στην προεγχειρητική αναγνώριση περισσότερων από το 90% των ινσουλινωμάτων. Η πιο ευαίσθητη απεικονιστική τεχνική είναι το διεγχειρητικά υπερηχογράφημα, με το οποίο εντοπίζονται άνω του 90% των ινσουλινωμάτων. Όταν η ψηλάφηση συνδυάζεται με το διεγχειρητικό υπερηχογράφημα η ευαισθησία εντοπισμού του όγκου πλησιάζει το 100%

Σε αντίθεση με άλλους όγκους των νησιδιακών κυττάρων του παγκρέατος, τα ινσουλινώματα ανιχνεύονται σπανίως με το σπινθηρογράφημα αναλόγων σωματοστατίνης (π.χ. οκτρεοτίδης/ Octreoscan). 

Η αγγειογραφία με λήψη δειγμάτων αίματος από την πυλαία φλέβα έχει ευαισθησία που κυμαίνεται από 80% έως 90%, αλλά είναι επεμβατική διαδικασία. Η μέθοδος αυτή δεν προσδιορίζει με ακρίβεια τη θέση του όγκου, αλλά δίνει σαφείς πληροφορίες για την περιοχή του παγκρέατος από την οποία εκκρίνονται μεγάλα ποσά ινσουλίνης. Η μέθοδος έχει πολλές επιπλοκές, όπως αιμορραγία στην περιτοναϊκή κοιλότητα, είναι δαπανηρή και απαιτεί ιδιαίτερες δεξιότητες και εμπειρία. Για αυτούς τους λόγους στις μέρες μας η σπλαγχνική αγγειογραφία με φλεβική δειγματοληψία σπανίως διενεργείται για τον εντοπισμό του όγκου.

Μελετώντας τη διαγνωστική ακρίβεια των διαφόρων τεχνικών στον εντοπισμό του ινσουλινώματος προκύπτει ότι η ακρίβεια της CT είναι 24%, της MRI 45%, του SRS 17%, του U/S κοιλίας 13%, της εκλεκτικής αγγειογραφίας 43% και της ενδαρτηριακής διέγερσης με ασβέστιο 94%. Με συνδυασμούς αυτών των εξετάσεων, συνήθως όλοι οι όγκοι εντοπίζονται επακριβώς πριν την εγχείρηση. Καταληκτικά, στην τρέχουσα κλινική πράξη συνήθως προηγείται η βιοχημική διάγνωση του ινσουλινώματος, στη συνέχεια διενεργείται CT και, εφόσον αυτή είναι αρνητική, διενεργείται EUS.

Θεραπεία

Διακρίνουμε την θεραπευτική αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας, που επιχειρείται άμεσα, και την αντιμετώπιση του όγκου. 

Ο πρώτος στόχος μπορεί να επιτευχθεί συντηρητικά και ο δεύτερος με χειρουργική επέμβαση. Η υπογλυκαιμία αντιμετωπίζεται με επαρκή χορήγηση γλυκόζης ενδοφλεβίως, έτσι ώστε να αποκατασταθούν τα φυσιολογικά επίπεδα του σακχάρου στο πλάσμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν και διάφοροι υπεργλυκαιμικοί παράγοντες, όπως η διαζοξίδη, οι ανταγωνιστές των β-αδρενεργικών υποδοχέων, η βεραπαμίλη, και η φαινυντοϊνη, με ποικίλα αποτελέσματα. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η οκτρεοτίδη.

Η διαζοξίδη θεωρείται το αποτελεσματικότερο φάρμακο για την υπογλυκαιμία. Δρα αναστέλλοντας την έκκριση της ινσουλίνης και χορηγείται σε συνολική δόση έως και 1200 mg ημερησίως. Ατυχώς, έχει παρενέργειες. Μεταξύ αυτών έντονο οίδημα λόγω κατακράτησης υγρών, γαστρεντερικά ενοχλήματα, υπερτρίχωση.

Θεραπεία εκλογής για το ινσουλίνωμα είναι η χειρουργική εκτομή του όγκου. Η χειρουργική τομή πραγματοποιείται σύμφωνα με την προτίμηση του χειρουργού και μπορεί να είναι, είτε μέση από τη ξιφοειδή απόφυση μέχρι κάτω από τον ομφαλό είτε ετερόπλευρη υποπλεύρια. Ολόκληρη η κοιλιακή χώρα διερευνάται σχολαστικά και με ιδιαίτερη προσοχή το ήπαρ για την ύπαρξη τυχόν ηπατικών μεταστάσεων. Κατόπιν, κινητοποιείται το πάγκρεας με διαίρεση του γαστροκολικού συνδέσμου από τα αριστερά προς τα δεξιά. Διανοίγεται ο ελάσσων επιπλοϊκός θύλακος κατά μήκος του κάτω και άνω χείλους του παγκρέατος και κινητοποιείται η αγκύλη του δωδεκαδακτύλου με χειρισμό Kocher. Η κεφαλή του παγκρέατος ψηλαφάται προσεκτικά και εξετάζεται η πρόσθια και η οπίσθια όψη. Το σώμα και η ουρά του παγκρέατος ψηλαφώνται και διατέμνονται οι σύνδεσμοι με τον σπλήνα, οπότε διαχωρίζεται και κινητοποιείται ο σπλήνας. Η ουρά του παγκρέατος φέρεται προς τα μπροστά και ψηλαφάται υπό άμεση όραση.

Οι χειρουργοί πρέπει να γνωρίζουν τις τεχνικές τις δυνατότητες και περιορισμούς του διεγχειρητικού υπερηχογραφήματος. Στο πάγκρεας χρησιμοποιούνται υψίσυχνες κεφαλές (7,5 έως 10 MHz), ενώ η κεφαλή των 5 MHz προσφέρεται για τη μελέτη του ήπατος. Οι όγκοι των νησιδίων απεικονίζονται σαν υπόηχα μορφώματα, ομοιογενούς σύστασης. Με το έγχρωμο Doppler εντοπίζονται τα παρακείμενα αγγεία και αναγνωρίζεται ο κύριος παγκρεατικός πόρος, ο οποίος απεικονίζεται ως σωληνοειδής σχηματισμός, χωρίς ροή. Με το διεγχειρητικό υπερηχογράφημα καταδεικνύεται η σχέση του όγκου με τον κύριο παγκρεατικό πόρο και αποφασίζεται η χειρουργική προσέγγιση. Επομένως το διεγχειρητικό υπερηχογράφημα αποτελεί το πιο σημαντικό εργαλείο για τη διεγχειρητική διάγνωση και εντόπιση του όγκου.

Σχεδόν όλα τα σύνδρομα υπερινσουλινισμού οφείλονται σε ινσουλινώματα, τα οποία κατανέμονται στην κεφαλή, στο σώμα και στην ουρά του παγκρέατος. Με τις σύγχρονες απεικονιστικές μεθόδους τα περισσότερα από αυτά ανιχνεύονται προεγχειρητικά ή διεγχειρητικά. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ενδοκρινείς παγκρεατικούς όγκους, τα ινσουλινώματα στην πλειονότητα τους είναι μονήρη και καλοήθη, με ποσοστό κακοήθειας μόνο 10%. Τα περισσότερα ινσουλινώματα μπορούν να αφαιρεθούν χειρουργικά με απλή εκπυρήνιση. Τα τροφοφόρα αγγεία στην επιφάνεια του αδενώματος καυτηριάζονται. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται για την αποφυγή τραυματισμού του παγκρεατικού πόρου. Εάν ο πόρος τραυματιστεί, συρράπτεται και καθετηριάζεται με λεπτό καθετήρα, ο οποίος εξωτερικεύεται κατευθυνόμενα προς τα έξω.

Οι όγκοι που εφάπτονται του κύριου παγκρεατικού πόρου και είναι μεγάλοι(>2 cm) ενδέχεται να χρειαστούν περιφερική παγκρεατεκτομή ή ακόμα και παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή κατά Whipple. Αν ο όγκος είναι κακοήθης αφαιρείται σύμφωνα με τις αρχές της χειρουργικής ογκολογίας. Για τους μεταστατικούς όγκους καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να αφαιρεθούν όλες οι  πρωτοπαθείς και μεταστατικές εστίες σε μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης του επίμονου υπερινσουλινισμού.

Το 90% των ινσουλινωμάτων είναι σποραδικά και το υπόλοιπο 10% σχετίζεται με το σύνδρομο ΜΕΝ Ι. Τα ινσουλινώματα που σχετίζονται με το σύνδρομο ΜΕΝ Ι συνήθως είναι πολλαπλά και συνήθως υπάρχει ένας όγκος που υπερισχύει και ευθύνεται για την υπέρμετρη παραγωγή ινσουλίνης. Στους ασθενείς αυτούς ενδείκνυται η εκτομή της περιοχής του παγκρέατος με την υψηλότερη παραγωγή ινσουλίνης, όπως αυτό έχει καταδειχθεί με την εκλεκτική πυλαιοφλεβική αιμοληψία ή την εκλεκτική ενδαρτηριακή δοκιμασία πρόκλησης με ασβέστιο. Οι όγκοι αυτοί έχουν υψηλότερο ποσοστό υποτροπής.

Σε κάθε ασθενή με ισχυρή υποψία όγκου, αλλά δεν καθίσταται δυνατός ο επακριβής εντοπισμός του, διενεργείται «τυφλή»  περιφερική παγκρεατεκτομή του 70-80% του παγκρέατος ώστε να διατηρηθούν οι λειτουργίες του οργάνου, εκτός από τους ασθενείς με ινσουλίνωμα και ΜΕΝ Ι.

Η επίμονη και εμμένουσα υπερινσουλιναιμία μετά από επέμβαση για όγκο από τα κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος αντιμετωπίζεται με χορήγηση διαζοξίδης ή οκτρεοτίδης ή στρεπτοζοτοκίνης και φθοριουρακίλης. Η συνηθισμένη δόση διαζοξίδης είναι 100 mg. Η συνήθης δόση στρεπτοζοτοκίνης είναι 500 mg/m2 επιφάνειας σώματος/ημέρα για 5 συνεχόμενες ημέρες μαζί με φθοριουρακίλη 400 mg/m2/ημέρα για περισσότερες από 5 ημέρες. Απαιτείται παρακολούθηση της αιματολογικής κατάστασης του ασθενούς με μέτρηση των αιμοπεταλίων και των λευκών αιμοσφαιρίων.

Τα ινσουλινώματα είναι σπάνια στα βρέφη. Υπερινσουλινισμός σε πολύ νεαρά άτομα προκαλείται από το νησιδιοβλάστωμα. Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι το νησιδιοβλάστωμα εμφανίζεται ως φυσιολογική φάση κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη των νησιδίων και δεν θεωρείται παθολογική οντότητα. Η πιο αποδεκτή ερμηνεία για την ανάπτυξη υπερινσουλινισμού είναι εκείνη της ρυθμιστικής βλάβης στη σύνθεση, αποθήκευση και απελευθέρωση της ινσουλίνης. Το κλινικό πρόβλημα για τα παιδιά είναι ιδιαίτερα σοβαρό επειδή η παρατεταμένη υπογλυκαιμία μπορεί να προκαλέσει πνευματική καθυστέρηση στα περισσότερα από αυτά τα παιδιά. Η υφολική παγκρεατεκτομή έχει τα καλύτερα αποτελέσματα, σε συνδυασμό με τη χορήγηση οκτρεοτίδης κατά την προεγχειρητική προετοιμασία του ασθενούς, καθώς επίσης και για εκείνα τα παιδιά που δεν γίνονται ευγλυκαιμικά μετά τη χειρουργική επέμβαση.

Πρόγνωση

Η πρόγνωση στο καλοήθες ινσουλίνωμα είναι γενικά καλή και η επιβίωση των αρρώστων είναι ανάλογη με εκείνη του γενικού πληθυσμού. Σε ασθενείς με ινσουλίνωμα με ή χωρίς MEN-I, αναφέρονται υποτροπές μετά από την αρχική επέμβαση, που μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και μετά από 4 χρόνια. Γενικά, το ποσοστό είναι 6% μετά 10 χρόνια και 8% στα 20 χρόνια. Οι υποτροπές συμβαίνουν συχνότερα στους αρρώστους με MEN-I. Όπως αναμένεται, σε αρρώστους με κακοήθη όγκο η επιβίωση είναι σημαντικά μικρότερη.

error: ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟ!!