Ο μοναδικός τρόπος θεραπείας μιας βουβωνοκήλης είναι αποκλειστικά και μόνο η χειρουργική αποκατάσταση. Γι’ αυτό μόλις διαγνωστεί μια βουβωνοκήλη µε την κλινική εξέταση, ο ασθενής θα πρέπει να χειρουργηθεί το δυνατό συντομότερα. Οι ενδείξεις χειρουργικής επέµβασης είναι όµοιες σε άνδρες και γυναίκες. Σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις ο χειρουργός µπορεί να υποδείξει τη συντηρητική παρακολούθηση του ασθενούς, όπως για παράδειγμα είναι οι ασθενείς τελικού σταδίου νεοπλασματικής νόσου, οι ανοσοκατασταλµένοι, οι υπερήλικες και οι υψηλού εγχειρητικού κινδύνου.
Η βουβωνοκήλη που δεν αντιμετωπίζεται χειρουργικά, συνήθως εξελίσσεται µε προοδευτική αύξηση του µεγέθους και εξασθένιση των μυοαπονευρωτικών στοιχείων µε επακόλουθη αύξηση του κινδύνου για περίσφιξη και εντερική έμφραξη (ειλεός – στραγγαλισµός). Είναι βέβαιο ότι οι βουβωνοκήλες δε θεραπεύονται αυτόµατα ούτε βελτιώνονται µε το χρόνο, παρά μόνο επιδεινώνονται. Η χρήση κηλεπιδέσµου δεν θεραπεύει, παρά μόνο δίνει ένα αίσθηµα στήριξης και ανακούφισης από τα συμπτώματα στους ασθενείς. Η μακροχρόνια εφαρμογή κηλεπιδέσµου αυξάνει τη δημιουργία συμφύσεων στη βουβωνική περιοχή, που δυσχεραίνουν τους θεραπευτικούς χειρισμούς κατά τη χειρουργική αποκατάσταση. Η επιδιόρθωση της βουβωνοκήλης µπορεί να γίνει προγραµµατισµένα, εκτός αν υπάρχει περίσφιξη ή στραγγαλισµός, οπότε ο ασθενής τότε οδηγείται επειγόντως στο χειρουργείο.
Η μοντέρνα χειρουργική θεραπεία της κήλης υλοποιείται με τη χρήση ειδικών προσθετικών υλικών που ονομάζονται πλέγματα. Είναι γεγονός ότι η χρήση των πλεγμάτων άνοιξε νέους ορίζοντες στην χειρουργική θεραπεία της βουβωνοκήλης. Ο μετεγχειρητικός πόνος είναι ελάχιστος, εύκολα διαχειρήσιμος με ήπια αναλγητικά, ενώ ο ασθενής εξέρχεται από το νοσοκομείο την ίδια ή το πολύ την επόμενη ημέρα και μπορεί να επιστρέψει σύντομα στην εργασία του χωρίς ιδιαίτερες ενοχλήσεις. Η επούλωση και ενίσχυση του κοιλιακού τοιχώματος είναι γρήγορη, ενώ προοδευτικά και σε διάστημα ενός μήνα από την χειρουργική επέμβαση ο ασθενής μπορεί και πάλι να επανέλθει στην συνήθη σωματική δραστηριότητα, χωρίς το φόβο της υποτροπής. Η βουβωνοπλαστική µε πλέγµα µειώνει το ποσοστό υποτροπών κατά 50%, σε σύγκριση µε τις χειρουργικές µεθόδους που γίνονται χωρίς χρήση πλέγµατος. Ο χρόνιος µετεγχειρητικός βουβωνικός πόνος εµφανίζεται πολύ σπάνια µετά από βουβωνοπλαστική µε τοποθέτηση πλέγµατος.
Τα συνθετικά πλέγματα που έχουν αποδειχθεί κατάλληλα και ασφαλή για χρήση σε βουβωνοπλαστικές περιλαµβάνουν το πολυπροπυλένιο, µονόκλωνο (Marlex, Prolene) ή πολύκλωνο (Surgipro), το Dacron (ΜersiΙene) και το πολυτετραφθοριοαιθυλένιο (PTFE, Gore-Tex). Τα απορροφήσιµα προσθετικά υλικά, όπως αυτά από πολυγαλακτίνη, δεν έχουν διάρκεια και γι’ αυτό δεν έχουν θέση στη χειρουργική αποκατάσταση της βουβωνοκήλης. Τα νεότερα βιολογικά υλικά από ειδικά κατεργασμένο ανθρώπινο δέρµα ή ιστούς άλλων θηλαστικών είναι πιο ακριβά και δεν παρουσιάζουν πλεονεκτήµατα σε σχέση µε τα συνθετικά υλικά. Αποδεικνύονται, όμως, χρήσιµα σε επιµολυσµένα τραύµατα.
Για την αντιμετώπιση της βουβωνοκήλης εφαρμόζονται διάφορες χειρουργικές μεθόδοι, οι οποίες έχουν σν κοινό στόχο την πλήρη αποκατάσταση του ασθενούς με όσο το δυνατό λιγότερη επιβάρυνση και με την μικρότερη δυνατή πιθανότητα μετεγχειρητικών επιπλοκών ή μελλοντικής υποτροπής. Οι μέθοδοι αυτές ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες:
1). Οι κλασικές – ανοικτές επεμβάσεις, που γίνονται μέσω μικρής τομής στην βουβωνική χώρα με τοπική, επισκληρίδιο ή γενική αναισθησία και περιλαμβάνουν τις εξής τεχνικές:
- Χωρίς ενίσχυση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου (παιδοχειρουργική)
- Με ενίσχυση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου μέσω διάφορων τεχνικών συρραφής, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους ιστούς του ασθενούς (αποκατάσταση υπό τάση χωρίς πλέγμα, π.χ. μέθοδος κατά Bassini ή Shouldice)
- Με ενίσχυση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου με τοποθέτηση ειδικού συνθετικού πλέγματος (αποκατάσταση χωρίς τάση με πλέγμα, π.χ. μέθοδος κατά Lichtenstein)
2). Οι λαπαροενδοσκοπικές επεμβάσεις, που γίνονται με ειδικά εργαλεία και οπτική κάμερα μέσω μικρών τομών στο δέρμα υπό γενική αναισθησία και περιλαμβάνουν τις κάτωθι τεχνικές:
- Ενδοσκοπική τεχνική TEP διαμέσου των μυϊκών στρωμάτων του κοιλιακού τοιχώματος, χωρίς πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα (εξολοκλήρου εξωπεριτοναϊκή αποκατάσταση)
- Λαπαροσκοπική τεχνική TAPP με πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα (διακοιλιακή προπεριτοναϊκή αποκατάσταση.)
Η πλέον καθιερωμένη από τις ανοικτές μεθόδους είναι η ενίσχυση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου με πλέγμα κατά Lichtenstein και από τις λαπαροσκοπικές τεχνικές η μέθοδος TEP.