Μια βουβωνοκήλη μπορεί να γίνει “μη ανατάξιμη“, δηλαδή να μην είναι δυνατή η επαναφορά του προβάλλοντος περιτοναϊκού σάκου και του περιεχομένου του διαμέσου του βουβωνικού πόρου μέσα στην κοιλιά, λόγω συμφύσεων, αυξημένης μυϊκής τάσης ή και οιδήματος. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί επείγον χειρουργικό περιστατικό, αφού δεν πρόκειται για επιπλοκή απειλητική για τη ζωή.
Η αρχική αντιμετώπιση μιας μη ανατασσόμενης βουβωνοκήλης, επί απουσίας κλινικών σηµείων περίσφιξης, είναι η προσπάθεια ανάταξης. Η ανάταξη πραγµατοποιείται µε τον ασθενή τοποθετηµένο σε θέση Trendelenburg. Ο αυχένας του σάκου της κήλης κρατείται µε το ένα χέρι, ενώ το άλλο χέρι ασκεί ήπια πίεση στο απώτερο µέρος της κήλης. Ο σκοπός είναι να επιµηκυνθεί ο αυχένας της κήλης ώστε το περιεχόµενό της να οδηγηθεί πίσω στην κοιλιακή κοιλότητα µε κινήσεις ταλάντωσης. Η απλή πίεση στο απώτερο τµήµα της κήλης προκαλεί την αναδίπλωση του σάκου γύρω από τον αυχένα της κήλης, που µπορεί να φράξει το στόμιο της κήλης και να εµποδίσει την ανάταξη. Η ανάταξη δεν θα πρέπει να πραγµατοποιείται µε άσκηση μεγάλης πίεσης. Στην περίπτωση που το µόρφωµα είναι ευαίσθητο και η πίεση σε αυτό προκαλεί πόνο, µπορούν να χορηγηθούν ήπια αναλγητικά, προκειµένου να επιτευχθεί λύση των ενοχληµάτων και η προσπάθεια ανάταξης επαναλαµβάνεται. Κάθε φορά θα πρέπει να πραγµατοποιούνται μία ή δύο προσπάθειες ανάταξης και αν είναι ανεπιτυχείς, η διαδικασία θα πρέπει να εγκαταλείπεται. Στη περίπτωση αυτή ο ασθενής οδηγείται στο χειρουργείο.
Η πιο σηµαντική επιπλοκή µιας µη ανατάξιµης κήλης είναι η περίσφιξη. Ο υπολογιζόμενος κίνδυνος περίσφιξης μιας βουβωνοκήλης είναι 4 έως 6%. Πρόκειται για µια σοβαρή και απειλητική για τη ζωή κατάσταση, επειδή το περιεχόµενο της κήλης μπορεί να νεκρωθεί και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ασθενούς. Εάν για παράδειγμα περισφιχθεί κάποια εντερική έλικα μέσα στο κηλικό σάκο, εμποδίζεται η αιμάτωση του εντέρου λόγω του οιδήματος, μία κατάσταση που σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή, απόφραξη του εντερικού σωλήνα, ειλεό, ισχαιμία, νέκρωση του εντέρου και περιτονίτιδα.
Τα συμπτώματα μιας περισφιγμένης βουβωνοκήλης είναι δραµατικά και περιλαμβάνουν έντονο πόνο στην βουβωνική χώρα με αντανάκλαση στο όσχεο, την κοιλιά ή την πλάτη, ειλέο με αναστολή αποβολής αερίων και κοπράνων, εμετούς, πυρετό, πτώση αρτηριακής πίεσης, περιτονίτιδα και καταπληξία. Δεν ακούγονται εντερικοί ήχοι εντός της κήλης. Η περιοχή της κήλης είναι διατεταµένη και το υπερκείµενο δέρµα έχει κοκκινωπή ή κυανή απόχρωση. Ο ασθενής παρουσιάζει λευκοκυττάρωση µε στροφή του τύπου προς τα αριστερά και είναι σηπτικός, αφυδατωµένος και µε πυρετό. Τα αέρια αίµατος µπορεί να δείξουν µεταβολική οξέωση.
Κάθε προσπάθεια ανάταξης περισφιγµένης κήλης πρέπει να αποφεύγεται, για να µην τραυµατισθεί το περισφιγµένο σπλάχνο και υποστεί διάτρηση. Επίσης, αν η κήλη είναι περισφιγμένη, ενδέχεται να αναταχθεί στην κοιλιακή κοιλότητα νεκρωµένο έντερο. Ωστόσο, σπάνια περισφιγμένο έντερο που βρίσκεται σε γαγγραινώδη κατάσταση, ανατάσσεται μέσα στην κοιλιά.
Σε ασθενείς με περισφιγμένη βουβωνοκήλη θα πρέπει να γίνεται επείγουσα χειρουργική επέμβαση, αφού πρώτα πραγµατοποιηθεί ανάνηψη και ανάταξη των ζωτικών λειτουργιών. Η αρχική χειρουργική προσέγγιση είναι να γίνει µια τοµή ανοικτής επέµβασης βουβωνοκήλης. Αν το περισφιγμένο έντερο είναι βιώσιµο, αυτό ανατάσσεται στην κοιλιά πριν την αποκατάσταση της κήλης. Αν συναντηθεί κάποια δυσκολία στην ανάταξη της κήλης, διευρύνεται ο αυχένας της. Ο χειρουργός θα πρέπει να είναι ενημερωμένος για το ενδεχόμενο να αναταχθεί αυτόματα στην κοιλιά ένα µη βιώσιµο όργανο κατά τη διάρκεια των χειρουργικών χειρισµών ανάταξης, προτού να µπορέσει να το αναγνωρίσει. Εάν παρουσιαστεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, θα πρέπει να αξιολογηθεί ολόκληρος ο γαστρεντερικός σωλήνας. Αν βρεθεί έντερο µε εμφανή νέκρωση στο σάκο της κήλης, θα πρέπει να αφαιρεθεί το νεκρωµένο τµήµα. Σε ιδανική περίπτωση πραγµατοποιείται τελικοτελική αναστόµωση και το έντερο ανατάσσεται στην κοιλιακή κοιλότητα και εν συνεχεία αποκαθίσταται η βουβωνοκήλη. Στην παραµικρή υποψία ότι η όλη διαδικασία δεν µπορεί να πραγµατοποιηθεί με ασφάλεια από τη βουβωνική χώρα, θα πρέπει να πραγµατοποιηθεί ερευνητική λαπαροσκόπηση ή λαπαροτοµή.
Ενώ λοιπόν η βουβωνοκήλη είναι μία πολύ συνηθισμένη πάθηση που θεραπεύεται εύκολα και αποτελεσματικά, οι επιπλοκές της, εάν αυτή δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να αποβούν πολύ επικίνδυνες για τον άνθρωπο. Ορθά οι χειρουργοί σε όλο το κόσμο αποδέχονται ότι όλες οι βουβωνοκήλες θα πρέπει να αποκαθίστανται χειρουργικά το δυνατό συντομότερα από τη στιγμή που γίνεται η διάγνωση, ακόμη κι αν είναι ασυμπτωματικές, για την πρόληψη της επιπλοκής της περίσφιξης και επειδή η βουβωνοπλαστική γίνεται δυσκολότερη όσο καθυστερεί η αποκατάσταση.