Η βουβωνική περιοχή εντός της οποίας δημιουργείται η βουβωνοκήλη αποτελεί ένα φυσικό ευένδοτο σημείο του κοιλιακού τοιχώματος, λόγω του βουβωνικού πόρου που δημιουργείται κατά την εμβρυική περίοδο με τη κάθοδο του όρχεως από την κοιλιά προς το όσχεο για τον άνδρα και του στρογγύλου συνδέσμου της μήτρας για τις γυναίκες. Αυτός είναι και ο λόγος, που οι βουβωνοκήλες αποτελούν τις συνηθέστερες κήλες του κοιλιακού τοιχώματος. Στους άνδρες ο βουβωνικός πόρος είναι ευρύτερος, επειδή κατέρχονται ο σπερματικός πόρος, τα αγγεία και τα νεύρα του όρχεως, ενώ στις γυναίκες είναι πολύ στενότερος αφού διέρχεται μόνο ο στρογγύλος σύνδεσμος της μήτρας. Το γεγονός αυτό εξηγεί την συχνότερη εμφάνιση της βουβωνοκήλης στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες.
Η αιτιοπαθογένεια της βουβωνοκήλης είναι πολυπαραγοντική. Ωστόσο, τρεις είναι οι κύριοι παράγοντες που ευθύνονται για τη δημιουργία της βουβωνοκήλης, ήτοι:
- Η παρουσία σχηματισμένου κηλικού σάκου, επί παραμονής ανοικτού βουβωνικού πόρου.
- Η αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης
- Η εξασθένηση των μυών και των ιστών του σώματος με την πάροδο της ηλικίας.
Η βουβωνοκήλη μπορεί να είναι συγγενής, δηλαδή να υπάρχει από τη γέννηση, ή επίκτητη, δηλαδή να εμφανιστεί στην πορεία της ζωής. Οι εκ γενετής παράγοντες είναι υπεύθυνοι για το µεγαλύτερο µέρος των βουβωνοκηλών. Όταν υπάρχει από τη γέννηση οφείλεται σε ανεπιτυχή σύγκλειση του ελυτροπεριτοναϊκού (βουβωνικού) πόρου, μιας δομής που υπάρχει μόνο στα έμβρυα και κλείνει φυσιολογικά μετά τη γέννηση. Ο ανοικτός βουβωνικός πόρος και η παρουσία κηλικού σάκου αποτελεί τη βασική αιτία δημιουργίας βουβωνοκήλης στα βρέφη και τα παιδιά. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτό μπορεί να συμβεί και στους ενήλικες. Ο συνδυασμός ενός ήδη υπάρχοντος κηλικού σάκου από ανοικτό βουβωνικό πόρο με απότομη αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη ξαφνική εμφάνιση μιας λοξής βουβωνοκήλης. Έχει βρεθεί ότι 20-30% των ενηλίκων έχουν ανοικτό βουβωνικό πόρο, χωρίς να έχουν αναπτύξει ποτέ βουβωνοκήλη στη ζωή τους.
Η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, όπως συμβαίνει κατά την εγκυμοσύνη, το χρόνιο βήχα, τη δυσκοιλιότητα, την αποφρακτική ουροπάθεια, τον ασκίτη και την άρση βαρέων αντικειμένων, αποτελεί τη δεύτερη αιτία εμφάνισης βουβωνοκήλης. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται επίσης σε νέους ανθρώπους που υποβάλλονται σε έντονη σωματική δραστηριότητα, όταν δεν είναι συνηθισμένοι.Ο τρίτος παράγοντας που ενέχεται στην αιτιοπαθογένεια της βουβωνοκήλης είναι η εξασθένηση των μυών και των περιτονιών του κοιλιακού τοιχώματος που παρατηρείται στην προχωρημένη ηλικία, την έλλειψη σωματικής άσκησης, την παχυσαρκία, τις πολλές εγκυμοσύνες και μετά από χρόνιες ασθένειες ή εγχειρήσεις. Συγκεκριμένες διαταραχές στη δομή του κολλαγόνου οδηγούν στην απώλεια των συνδέσμων μεταξύ των μυϊκών ινών, ιδίως σε περιπτώσεις υποτροπιάζουσας βουβωνοκήλης ή κληρονομικής προδιάθεσης για βουβωνοκήλη.
Στην ευθεία βουβωνοκήλη συνήθως δεν υπάρχει πραγματικός κηλικός σάκος. Παρουσία των προδιαθεσικών παραγόντων, οι προστατευτικοί μηχανισμοί ανεπαρκούν και η εξασθενημένη εγκάρσια περιτονία αδυνατεί να αντισταθμίσει την αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση. Ως εκ τούτου, διατείνεται και προβάλλει μαζί με το αντίστοιχο τμήμα του εντέρου ή σχίζεται επιτρέποντας στο περιτόναιο και το τμήμα του εντέρου να προβάλλει από το χάσμα αυτό. Η υπερβολική προσπάθεια κατά την ούρηση, την αφόδευση, το βήχα και την άρση βαρών έχουν ενοχοποιηθεί για την αποδυνάµωση του οπίσθιου τοιχώµατος του βουβωνικού πόρου και τη δημιουργία ευθείας κήλης.
Έχει αποδειχτεί ότι το κάπνισμα θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας στη δηµιουργία βουβωνοκήλης και γιάυτό οι βουβωνοκήλες είναι συχνότερες σε καπνιστές και ιδιαίτερα στις γυναίκες. Η κακή διατροφή και η έλλειψη βιταµινών οδηγούν στην αποδυνάµωση του κοιλιακού τοιχώματος και τη µείωση της περιεκτικότητας σε κολλαγόνο, τα οποία με τη σειρά τους συμβάλλουν στη δηµιουργία κήλης.
Ο ρόλος της φυσικής άσκησης στην εµφάνιση της βουβωνοκήλης είναι λιγότερο σηµαντικός από ό,τι πιστεύεται. Η ξαφνική εµφάνιση βουβωνοκήλης μετά από κάποια συγκεκριµένη προσπάθεια άρσης βάρους, αναφέρεται σε ποσοστό λιγότερο από το 10% των ασθενών. Επιπρόσθετα, οι αθλητές, ακόµη και οι αρσιβαρίστες, δεν φαίνεται να παρουσιάζουν μεγαλύτερη επίπτωση της βουβωνοκήλης.