2107486937 | Κερασούντος 4, Αθήνα [email protected]

Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι δύο ζεύγη μικρών, ωοειδών, κιτρινωπών μορφωμάτων, που εντοπίζονται στην εν τω βάθει επιφάνεια των πλάγιων λοβών του θυρεοειδούς αδένα και διακρίνονται σε άνω και κάτω παραθυρεοειδείς αδένες. Η θέση τους, πάντως, δεν είναι σταθερή και είναι δυνατόν να εντοπίζονται σε οποιοδήποτε σημείο από το διχασμό της καρωτίδας προς τα άνω μέχρι το μεσοθωράκιο προς τα κάτω. 

Περίπου το 50% όλων των παραθυρεοειδών βρίσκονται σε άμεση συσχέτιση με την περιοχή όπου η κάτω θυρεοειδική αρτηρία εισέρχεται στο θυρεοειδικό παρέγχυμα.  Οι παραθυρεοειδείς αδένες προέρχονται από τους φαρυγγικούς θυλάκους -οι άνω αδένες από τον τέταρτο φαρυγγικό θύλακο και οι κάτω από τον τρίτο φαρυγγικό θύλακο. Είναι επίσης δυνατόν να εντοπισθούν στο μεσοθωράκιο δίπλα από το θύμο αδένα, ο οποίος επίσης προέρχεται από τους ίδιους φαρυγγικούς θυλάκους. 

Οι άνω παραθυρεοειδείς αδένες βρίσκονται συνήθως πίσω από το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο (ΠΛΝ) στο ύψος του κρικοειδούς χόνδρου, ενώ οι κάτω αδένες βρίσκονται κεντρικά του νεύρου. Οι φυσιολογικοί παραθυρεοειδείς είναι φαιοί και ημιδιαφανείς στα νεογνά, αλλά φαίνονται χρυσοκίτρινοι με ανοικτό καφέ στους ενήλικες. Το χρώμα των παραθυρεοειδών εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κυτταροβρίθειας, της περιεκτικότητας σε λίπος και της αγγειοβρίθειας. Οι φυσιολογικοί παραθυρεοειδείς βρίσκονται μέσα σε χαλαρό λιπωδη ιστός και είναι ωοειδείς. Επιπλέον, μερικές φορές είναι ενσωματωμένοι στο περιβάλλον λίπος και γίνονται δυσδιάκριτοι. Έχουν μέγεθος σαν τη φακή (5 x 7 mm) και ζυγίζουν περίπου 40 με 50 mg ο καθένας. Οι κανονικοί αδένες τείνουν να είναι επίπεδοι και ωοειδείς, αλλά όταν διογκώνονται, γίνονται σφαιρικοί.

Οι παραθυρεοειδείς γενικώς εντοπίζονται συμμετρικά στις δύο πλευρές. Περίπου το 85% των παραθυρεοειδών αδένων βρίσκονται σε απόσταση ενός εκατοστού (1cm) από τη διασταύρωση της κάτω θυρεοειδικής αρτηρίας και του παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου. Οι άνω παραθυρεοειδείς αδένες βρίσκονται συνήθως πάνω από αυτή τη διασταύρωση και ραχιαία του νεύρου, ενώ οι κάτω αδένες εντοπίζονται κάτω από αυτή τη διασταύρωση και μπροστά από το παλίνδρομο νεύρο. 

Οι άνω παραθυρεοειδείς αδένες είναι πιο σταθεροί σε θέση και συνήθως εντοπίζονται κοντά στο όριο του άνω και μέσου τρίτου του αδένα, στο επίπεδο του κρικοειδούς χόνδρου και στην οπίσθια επιφάνεια του θυρεοειδικού λοβού.  Ο άνω  αδένας συνήθως βρίσκεται σε απόσταση 1 cm και πίσω από το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο, καθώς αυτό διεισδύει στην κρικοθυρεοειδική μεμβράνη, πίσω από τον άνω πόλο του θυρεοειδούς.  

Οι κάτω παραθυρεοειδείς αδένες είναι αισθητά μεγαλύτεροι από τους άνω αδένες, λιγότερο σταθεροί στην εντόπιση και μπορεί να βρίσκονται σε όλη την περιοχή, που εκτείνεται από την μεσότητα του θυρεοειδή μέχρι το μεσοθωράκιο. Περίπου στις μισές περιπτώσεις οι κάτω αδένες είναι προσκολλημένοι ή ενσωματωμένοι, στον πόρο του θύμου ο οποίος εκτείνεται από το μεσοθωράκιο και το θωρακικό στόμιο έως τον κάτω πόλο του θυρεοειδούς σχηματίζοντας τον θυρεοθυμικό σύνδεσμο. Συνηθέστερα όμως, οι κάτω αδένες είναι σε πιο πρόσθια θέση από τους άνω αδένες και αναγνωρίζονται λίγο περιφερικότερα από τον κάτω πόλο του θυρεοειδούς και μπροστά από το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο.

Η αγγειακή άρδευση των παραθυρεοειδών αδένων κατά κανόνα επιτελείται από την κάτω θυρεοειδική αρτηρία. Περιστασιακά μπορεί να γίνει και από την άνω θυρεοειδική αρτηρία, την κατώτατη θυρεοειδική αρτηρία και από αρτηρίες του λάρυγγα, της τραχείας, του οισοφάγου ή του μεσοθωρακίου ή από αναστομωτικό δίκτυο μεταξύ αυτών των αγγείων. Η φλεβική απορροή των αδένων γίνεται μέσω των σύστοιχων άνω, μέσων και κάτω θυρεοειδικών φλεβών.

Υπεράριθμοι αδένες ανευρίσκονται στο 13% των ασθενών, συχνότερα μέσα στον θύμο. Οι υπεράριθμοι αδένες είναι αποτέλεσμα του μερικού διαχωρισμού των παραθυρεοειδών και την εναπόθεση εμβρυικών υπολειμμάτων παραθυρεοειδικού ιστού στην πορεία της μετανάστευσης, που λαμβάνει χώρα κατά την εμβρυογένεση με τη διαδικασία της εξέλιξης των βραγχιακών πτυχών. Μόνο το 3% των ασθενών έχει λιγότερους από τέσσερις αδένες. Στο 1 – 5% των ασθενών, ο ένας από τους κάτω παραθυρεοειδείς εντοπίζεται στο  μεσοθωράκιο. 

Δομή και ιστολογία

Κάθε παραθυρεοειδής αδένας περιβάλλεται με κάψα από συνδετικό ιστό. Αυτή η κάψα στέλνει διαφράγματα μέσα στον αδένα, τα οποία συγχωνεύονται με τις δικτυωτές ίνες που υποστηρίζουν επιμήκεις, υπό μορφήν χορδών, αθροίσεις εκκριτικών κυττάρων. Ο παραθυρεοειδικός ιστός του ενήλικα αποτελείται από παρεγχυματικό και στρωματικό ιστό σε ίση αναλογία. 

Τα ενδοκρινικά κύτταρα του παραθυρεοειδούς είναι διατεταγμένα σε χορδές. Ιστολογικά διακρίνονται δύο (2) τύποι κυττάρων: α) τα κύρια (ή θεμέλια)  και β) τα οξεόφιλα κύτταρα, τα οποία είναι οργανωμένα σε δοκίδες ή σε νησίδια, μέσα σε ένα στρώμα από λιποκύτταρα. Από τα δύο είδη κυττάρων, το βασικό λειτουργικό κύτταρο είναι το κύριο ή θεμέλιο κύτταρο. 

Τα κύρια κύτταρα είναι μικρά πολυεδρικά κύτταρα με αραιοχρωματικό πυρήνα και αραιοχρωματικό ελαφρά οξεόφιλο κυτταρόπλασμα. Το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο δείχνει στο κυτταρόπλασμα τους κοκκία ανώμαλου σχήματος (200-400 nm σε διάμετρο). Αυτά είναι τα εκκριτικά κοκκία που περιέχουν την παραθυρεοειδική ορμόνη (παραθορμόνη), η οποία είναι ένα πολυπεπτίδιο στην ενεργό της μορφή. Τα οξεόφιλα κύτταρα συγκροτούν ένα μικρότερο πληθυσμό. Είναι μεγαλύτερα πολυεδρικά κύτταοα και το κυτταρόπλασμά τους περιέχει πολλά οξεόφιλα μιτοχόνδρια με άφθονες ακρολοφίες. Η λειτουργία των οξεόφιλων κυττάρων δεν είναι γνωστή. 

Οι παραθυρεοειδείς των βρεφών και των παιδιών αποτελούνται κυρίως από κύρια κύτταρα, τα οποία παράγουν παραθορμόνη (ΡΤΗ). Η περιεκτικότητα των παραθυρεοειδών αδένων σε λιπώδη και οξεόφιλα κύτταρα αυξάνει μετά την εφηβεία, με την πάροδο της ηλικίας. Με την αύξηση της ηλικίας τα εκκριτικά κύτταρα αντικαθίστανται με λιποκύτταρα. Τα λιποκύτταρα συνιστούν περισσότερο από το 50% του αδένα, σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

error: ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΜΕΝΟ!!